Eίναι πάντα μαζί μου. Δεν μ’αφήνουν μόνη στιγμή.
Μερικές φορές κρύβονται κάτω απ’το κρεβάτι ή στριμώχνονται μέσα στη ντουλάπα μου. Άλλες φορές γλιστράνε κάτω απ’τις ρόδες μου και γλύφουν τις μύτες των μολυβιών μου μεταδίδοντάς τους λίγη άσφαλτο.
Αλλά συνήθως, είναι παντού.
Είναι τρεις, και είναι συνέχεια μαζί μου. Δεν είναι οτι τους κουβαλάω και στην πλάτη, βέβαια. Είναι πασίγνωστο οτι δεν είμαι τόσο δυνατή.
Ο πρώτος, είναι κι αυτός που κάνει την περισσότερη φασαρία. Με τριγυρίζει συνέχεια μουρμουρίζοντας, δεξιόστροφα, σε συνεχή κύκλο, με παγιδεύει μέσα στα βρώμικα κολλημένα του μαλλιά. Τα νύχια του είναι μυτερά και τα δόντια του σάπια, και πως χαμογελάει κάθε φορά και με ρωτάει αν θέλω να μάθω τι κρύβεται μέσα στο καπέλο του. Χώνει το χέρι βαθιά και χαμογελάει, κι όλο του το πρόσωπο ξεχειλώνει κι αυλακώνεται. Ρωγμές, χαντάκια και χαράδρες γδέρνουν το δέρμα του ατελείωτα, κι ακούω τους μικροσκοπικούς λύκους που ζουν στα δάση της επιδερμίδας του να μου γρυλίζουν πεισματικά, σαν να’μαι εγώ το φεγγάρι. Κι εκείνος περνάει τη γλώσσα του πάνω απ’τα σάπια δόντια του και με ρωτάει συνέχεια αν θέλω να μάθω τι κρύβεται μέσα στο καπέλο, κι εγώ ποτέ δεν έχω τη δύναμη να του πω όχι. Κι ας ξέρω οτι ο λαγός που θα βγει απο μέσα θα’ναι σφαγμένος. Αυτός ρωτάει κι εγώ σωπαίνω κι αυτός ρωτάει κι ας τον κάνει επιτέλους κάποιος να το βουλώσει.
Ο δεύτερος, είναι πολύ πιο ήσυχος. Κάθεται πάντα σε μια γωνιά πίσω μου, σοβαρός κι αμίλητος. Δεν γελάει ποτέ, αν κι έχω την αίσθηση πως αν γελούσε, θα βούρκωναν όλες οι λίμνες του κόσμου και τα ποτάμια θα επαναστατούσαν, και τότε αλοίμονό μου. Όμως αυτός δεν γελάει. Απλά κάθεται εκεί, φορώντας πάντα έναν μάλλινο μαύρο σκούφο, και με κοιτάζει, τρίβοντας που και που το γόνατό του. Ξέρω οτι έχει μια ουλή στο γόνατό του, δεν ξέρω πως το ξέρω αλλά είμαι σίγουρη πως μια λεγεώνα πόνου κρύβεται πίσω απ’το κοριτσίστικο πρόσωπό του. Σχεδόν θα τον συμπαθούσα, αν δεν μύριζε τόσο άσχημα. Αυτή η μυρωδιά, δεν μ’αφήνει να συγκεντρωθώ. Είναι σαν σκονισμένο μέταλλο, σαν ξεραμένο κλωνάρι, σαν παρατημένα νιάτα, σαν άχρηστη μήτρα, σαν αίμα και πύον. Θα’ναι η πληγή στο γόνατο που έχει ανοίξει, είμαι σίγουρη, μα αυτός δεν σταματάει, δεν σταματάει να την ξύνει, αν σταματούσε ίσως και να τον συγχωρούσα, ίσως και να τον συγχωρούσα που μυρίζει τόσο άσχημα.
Ο τρίτος όμως, ο τρίτος είναι ο χειρότερος απ’όλους.
Ο τρίτος δεν μιλάει ποτέ. Δεν μυρίζει ποτέ. Δεν κινείται και δεν με πλησιάζει ποτέ. Δεν ξέρω καν πως μοιάζει, γιατί η πλάτη του είναι πάντα γυρισμένη. Είναι σχεδόν σαν να μην υπάρχει, σαν να μην υπήρξε ποτέ, μόνο που είναι πάντα εδώ. Στέκεται όρθιος κάπου στο βάθος, κοιτάζοντας τον τοίχο. Δεν σαλεύει καθόλου, απλά που και που μετατοπίζει το βάρος του απο το ένα πόδι στο άλλο, μάλλον για να ξεκουραστεί. Δεν ξέρω τι κάνει εκει πέρα, μοιάζει σαν να’ναι απασχολημένος με κάτι πολύ σοβαρό, όπως τη λύση ενός συμπαντικού αινίγματος ή την πέψη της αθάνατης ψυχής μου. Ίσως γι’αυτό κάθεται όρθιος, για να τη χωνέψει καλύτερα. Μερικές φορές όμως, σπάνια, γυρίζει αργά το κεφάλι του, ελάχιστα προς το μέρος μου, και βλέπω πίσω απ’τον ώμο του το αριστερό του αυτί και το πηγούνι του, μα ποτέ το στόμα του, ποτέ το στόμα του, κι όσο για τα μάτια του, ούτε που θέλω να τα προφέρω. Ύστερα παγώνει σ’αυτή τη θέση κι όλα γύρω του εκστασιάζονται και σπαράζουν. Οι τοίχοι τραβάνε τα μαλλιά τους και το πάτωμα ανθίζει βράχια και το ταβάνι προσεύχεται στους ανέμους κι εγώ τον φοβάμαι τόσο πολύ. Τον φοβάμαι όσο δεν φοβήθηκα ποτέ κανέναν, κι ας ξέρω πως αυτός ο ίδιος δεν μπορεί να με βλάψει περισσότερο απ’την πλάτη του, απ’αυτήν την καταραμένη πλάτη που δεν γυρίζει ποτέ. Τι σκατά κάνει εκεί πέρα, τι ρόλο παίζει; Αν μιλήσει ποτέ, θα’ναι δική του η φωνή ή μήπως θα’ναι η δική μου; Τι φοβάμαι πιο πολύ, οτι δεν γυρίζει ποτέ την πλάτη του, ή αυτό που θα συμβεί αν τη γυρίσει; Ας γύριζε, κι ας ήταν να’ρθει το τέλος του κόσμου. Ας γύριζε, θα τέλειωνε τουλάχιστον αυτό το μαρτύριο.
Μα είναι πάντα το ίδιο. Οι τρεις τους, πάντα εδώ. Δεν μ’αφήνουν μόνη ποτέ.
Μια επιθυμία, μια εκπλήρωση και μια μετάνοια. Μια κωμωδία, μια τραγωδία και μια αυλαία. Πάντα εδώ, οι τρεις μου δαίμονες, οι τρεις μου κρατήρες, οι τρεις μου σύζυγοι. Χωρισμένη τρεις φορές και παντρεμένη καμία, κι ουτε ο καλύτερος εξορκιστής του κόσμου δεν θα’χε αγιασμό να ρίξει στο παράπονό μου.
... εκτός κι αν, εκτός κι αν, (τα φαντάσματα παίρνουν ποτέ σύνταξη;) εκτός κι αν, εκτός κι αν, (μήπως το πιάνο είναι τελικά αρμόνιο;) εκτός κι αν, εκτός κι αν (έχω ακόμα δαχτυλήθρες;) εκτός κι αν, εκτός κι αν....