is touching yourself worth an eternity in hell?

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

Πokετ Nταηαλ

H μέρα που θα μπορέσω να κοιτάξω τα γυάλινα μάτια σου χωρίς να ντραπώ, θα είναι κι η μέρα που θα σταματήσω να μεταμορφώνομαι σε κατσαρίδα για να σε κατασκοπεύω πίσω απ'τα πλακάκια του μπάνιου σου. Τη μέρα εκείνη, στο υπόσχομαι, θα σε ξεστοιχιώσω όπως με ξεστοίχιωσες κι εσύ και θα φύγω. Θα βγάλω μια περιουσία κάνοντας το δικηγόρο του "γιατί όχι" στη δίκη εναντίον του "τι θα γινόταν αν", και θα παρω σύνταξη στη Νότιο Αμερική να φυτεύω πατάτες. 

Αλλά τι θα κάνεις μετά χωρίς εμένα να σου γλύφω τα σαπούνια στα κρυφά;

Nothere



Ξέρω γιατί ήρθες εδώ. Ξέρω τι θέλεις. Έρχεσαι πάντα κάτι μέρες σαν κι αυτή, που δεν αντέχω τη γαμημένη την επίκτητη υπεροχή μου, και ρίχνω καπνό στα βλέφαρά μου να βαρύνουν να μη βλέπω τον θαυμασμό κανενός. Ν’αποζητάω μόνο τον δικό σου. Να σου λέω αυτά που θες ν’ακούς. Κάτι τέτοιες μέρες, το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι η σχετικότητα της ύλης, και το πόσο μόνος πρέπει να νιώθει ένας οδηγός φορτηγού στην εθνική όταν ανατέλλει ο ήλιος. Κι εσύ έρχεσαι εδώ και θέλεις να σου πω. Τι θέλεις ν’ακούσεις;

Θες να σου πω για την γάτα που κουρνιάζει κάτω απ’τα ντεκς όποτε παίζω μουσική; Μου χτυπάει το τζάμι η σιχαμένη και μου νιαουρίζει χυδαία ότι κρυώνει. Κι εγώ τη βάζω μέσα στα κρυφά. Μα το θεό δεν έχω ιδέα γιατί το κάνω αυτό.

Θες να σου πω για την κουζίνα μου που τη νιώθω δική μου μόνο όταν μαγειρεύω για κάποιον άλλον; Θες να σου πω για τις Δευτέρες που δεν βγαίνω ποτέ απ’το σπίτι για ν’ακούσω μια εκπομπή στο ραδιόφωνο; Για τ’αθλητικά μου παπούτσια, που μου απαγόρευσαν να φοράω στην πρωινή δουλειά, και τώρα κάθονται πικρόχολα στη γωνιά με τα κορδόνια τους λυτά και με χλευάζουν; Για τους ανθρώπους, που τους βαριέμαι λίγο αλλά τους αγαπάω με μια μεσσιακή έννοια;

Όχι, φυσικά δεν θέλεις ν’ακούσεις αυτά. Δεν ήρθες εδώ γι’αυτά. Εσύ θες να σου πω για καλογυαλισμένες συντριβές και ετεροχρονισμένα ανταλλακτικά. Θέλεις φόβο και πάθος, θες σοφιστίες του ενός κεριού και αποφθέγματα σαπίλας. Θες ιστορίες.

Ξέρεις εγώ, έχω πολλές ιστορίες. Αλλά είναι όλες σαν φιλμ νουαρ. Παλιές, ασπρόμαυρες, και τόσο ποζέρικες που δεν μπορείς παρά να τις λατρεύεις στα κρυφά. Έλα, παραδέξου το. Θέλεις κι εσύ το Άρλεκιν σου.  

Θες να σου πω για κείνη τη φίλη που είχα που μου έκανε συνέχεια τράκα παρόλο που δεν κάπνιζε. Ποτέ δεν τα άναβε ρε πούστη. Πάντα τα κρατούσε, τα στριφογύριζε, μα ποτέ δεν τα άναβε. Με τρέλαινε αυτό το πράγμα. Και δεν ήταν επειδή είχε μόλις κοιμηθεί με τον γκόμενό μου. Απλά κάποιος έπρεπε να πληρώσει γι’αυτά τα τσιγάρα τελοσπάντων.

Θες να σου πω για τότε που ερωτεύτηκα το φάντασμα που με στοίχειωνε, και πόσο μου στοίχιζε που ήταν άϋλο και δεν μπορούσα να το αγκαλιάσω. Θες να σου πω που είδα στον ύπνο μου ότι τα’χα λέει με το Χριστό, και καθόμουν μαζί του από συνήθεια, επειδή τον είχα ακόμα ανάγκη παρόλο που δεν πίστευα πια σ’αυτόν. Θες να σου εξιστορήσω πως οι άνθρωποι, μερικές φορές, αγαπούν κάποιον πολύ, γιατί έχουν πριν αγαπήσει πολύ κάποιον άλλον, και γιατί αυτό είναι η μεγαλύτερη συμπαντική αλήθεια. Θες να σου αραδιάσω ό,τι δυστύχημα έχω εύκαιρο και να του κάνω λίγο γλυκό έρωτα πάνω στο παχύ χαλί μιας πόρνης που ζητάει πάντα λίγα παραπάνω απ’όσα έχεις στο πορτοφόλι σου μόνο για να σε δει να ιδρώνεις, και που κάποιοι την φωνάζουν συνωμοτικά και «τέχνη». Κι εγώ θα το κάνω αυτό για σένα, θα στο αμπαλάρω κιόλας να το πάρεις για το δρόμο. Θα σου πω ό,τι θες ν’ακούσεις, άλλα πες μου και συ κάτι.

Πες μου ποιος είσαι και γιατί σου γράφω συνέχεια. Πες μου το αληθινό σου όνομα, για να μην σ’αποκαλώ πια β’ενικό, να σ’αποκαλώ κάτι καινούριο, μια νέα λέξη που δεν εφευρέθηκε ακόμα και θα την καταλαβαίνεις μόνο εσύ. Πες μου γιατί δεν μου μιλάς ποτέ, και πες μου πως γίνεται και μπορώ να ψυχανεμιστώ κάθε μια από τις μικρές επιθυμίες για λήθη που σ’αιφνιδιάζουν όταν πέφτεις στο κρεβάτι σου στο τέλος μιας πολύ κουραστικής ημέρας. Πες μου που σκατά είσαι τελοσπάντων και ποια θεομηνία σ’έχει εμποδίσει απ’το να έρθεις τόσα χρόνια. Πες μου την πιο αισιόδοξη λαϊκή σοφία σα να την εννοείς πραγματικά, κι εγώ θα την πιστέψω επειδή την είπες εσύ. Μόνο πες μου κάτι.  

Και σταμάτα πια να με κοιτάζεις έτσι.


Ναι, σε σένα μιλάω.


Έλα επιτέλους



ακόμα περιμένω

Τρίτη 22 Μαρτίου 2011

Entry #10


Aκούω τις σάλπιγγες. Παίζουν πανικόβλητες εκτός ρυθμού, και προστάζουν στην ατσάλινη γλώσσα τους για υποχώρηση.

Φυσικά, ήμουν έτοιμη γι’αυτές. Πάνω που κούμπωνα την πανοπλία μου. Τα μαλλιά μου μπλέκονται στην περικεφαλαία και προσπαθώ να τακτοποιήσω τις τρίχες που προεξέχουν με το πίσω μέρος της λαβής του σπαθιού μου. Πόσο μ’αρέσει αυτό το συναίσθημα, όταν γίνομαι μεταλλική και κουδουνίζω με κάθε βήμα, σαν κολάρο σκύλου που έμεινε καιρό χωρίς τη βόλτα του.

Βγαίνω απ’τη σκηνή και βλέπω τον επικεφαλής αξιωματικό της εξωτερικής φρουράς να με πλησιάζει χαμογελώντας πλατιά. Περνάει το χέρι του στον ώμο μου και περπατάμε μαζί. Γύρω μας ακούω περισσότερα αγχώδη και αχόρταγα κουδουνίσματα να μας προσπερνούν. Όλοι τρέχουν πέρα δώθε και δείχνουν φοβερά απασχολημένοι.

«Η πρωινή αναφορά από τους Πύργους, κυρία Στρατηγέ», μου χαμογελάει ο επικεφαλής. Πόσες φορές πρέπει να του πω ότι δεν είμαι κυρία, τον ρωτάω. «Μα αν δεν σας αποκαλούσα κυρία, δεν θα ήξερα πως να σας αποκαλώ, κυρία Στρατηγέ» μου χαμογελάει πάλι ο επικεφαλής. Έχει ένα δίκιο εδώ που τα λέμε, Δεσποινίδα Στρατηγέ πάει; Δεν πάει. «Τίποτα το ανησυχητικό», συνεχίζει να χαμογελάει ο επικεφαλής, «εντοπίσαμε δυο δράκους να πλησιάζουν τα ανατολικά τοίχη. Να διατάξω να τακτοποιηθεί με τις κλασσικές ασκήσεις ρουτίνας, αν συγχωρείτε την πρωτοβουλία μου;» Να κανονίσει με τον αρχιμάγειρα να φάμε γουρουνόπουλο απόψε το βράδυ στο συσσίτιο, του απαντάω, γιατί έχω βαρεθεί τα όσπρια. Και να σταματήσει τις ντουντούκες απ’το να βαράνε. Αλήθεια, γιατί βαράνε;

«Τα πράγματα στο πεδίο της μάχης γίνανε λίγο ζόρικα σήμερα» μου χαμογελάει πλατύτερα ο επικεφαλής. «Σας περιμέναμε για ν’αποφασίσουμε αν θα προβούμε σε πλήρη οπισθοχώρηση». Πρώτον, δεν έχω καν πιει καφέ ακόμα, του γκρινιάζω,  και δεύτερον, όλοι ξέρουμε ότι αυτό το τσαρδί που αποκαλούμε φρούριο είναι πιο απόρθητο κι απ’το μνι της παναγιάς. Ας κάνουν ό,τι νομίζουν κι ας μ’αφήσουν να πάω να παίξω σκάκι μ’εκείνο το νόστιμο λεγεωνάριο που δεν μ’αποκαλεί ποτέ κυρία. «Μάλιστα κύρια Στρατηγέ» χαμογελάει ο επικεφαλής, «τα σέβη μου κυρία Στρατηγέ. Γουρουνόπουλο απόψε.»

Του είπα ψέματα φυσικά. Δεν έχω καμία διάθεση να παίξω σκάκι. Και κανένα επιτραπέζιο γενικώς, και με κανέναν ειδικώς. Θέλω ν’ανέβω στα δυτικά τοίχη και να πιω ένα τσιγαράκι στα κρυφά, εκεί πίσω απ’τις πολεμίστρες. Να χαμηλώσει η ένταση απ’τους μονότονους ήχους του πολέμου απ’έξω, και μόνο οι γρύλλοι να ουρλιάζουν πριν τους ταϊσουν στις ταραντούλες. Μα αυτές οι σάλπιγγες δεν σταματάνε να βαράνε, κι ακούω ένα ανακυκλωμένο βουητό από τ’ανατολικά, και το έδαφος κάτω απ’τα πόδια μου σείεται ελαφρά. Γαμώτο, ούτε μια μέρα δεν μπορώ να χαλαρώσω σ’αυτό το φρούριο.

Ξαφνικά, η κινητικότητα γύρω μου αυξάνεται. Τα κουδουνίσματα πολλαπλασιάζονται και τα βλέπω όλα να συμβαίνουν σε αργή κίνηση, χωρίς να τα καταλαβαίνω όμως, γιατί τους λείπουν κάποια καρέ. Βέλη και βαλλίστρες και χώμα παντού. Φωτιά στην κεντρική πύλη. Γαμώτο, πάλι θα πρέπει να κάνω ανακαίνιση και η πέτρα κοστίζει. Ήχοι από σπαθιά με φαγούρα, που διασταυρώνονται για να αλληλοξυστούν. Κανονικά αυτό είναι το σημείο που πρέπει να νιώθω την κοχλάζουσα καραμελωμένη έξαψη της μάχης να με μεθάει. Αυτό είναι το σημείο που τον βλέπω. Δεν ξέρω πως τον λένε φυσικά, γι’αυτό τον ονομάζω απλά τον «επόμενο αντίπαλο». Βιαστικές πρώτες εντυπώσεις, θα μου πείτε τώρα, αλλά ακούστε και το παρακάτω.

Ο επόμενος αντίπαλος πέφτει στα πόδια μου απ’τον ουρανό. Κυριολεκτικά απ’τον ουρανό. Αυτοί οι βάρβαροι έχουν εφεύρει κάτι ιπτάμενες σανίδες. Τις βλέπω που στριφογυρνάνε στον ουρανό, πέφτουνε από κάτι ιπτάμενες βάρκες που τις σέρνουνε κάτι δράκοι. Ο επόμενος αντίπαλος πηδάει από μια βάρκα, προσγειώνεται στην τέντα της απέναντι σκηνής, γλιστράει μ’ευκολία και βρίσκεται μπροστά μου μ’ένα σάλτο. Με πλησιάζει με τρομακτική ταχύτητα, προτείνοντας το σπαθί του. Το αποφεύγω σκύβοντας να βήξω από τα γέλια, γιατί ο τύπος είναι προφανώς φοβερός πόζερος. Μα εκείνος ξανατραβάει μανιασμένα το καθ’όλα πεπειραμένο ξίφος του και ορμάει προς το μέρος μου, μόνο για να υπνωτιστώ από τον αδέξιο χτύπο που προκύπτει από την πρόσκρουσή του πάνω στην χρυσή ασπίδα μου. Πάντα μ’άρεσε αυτός ο ήχος, ειδικά όταν συνοδεύεται από τον ήχο του δικού μου ξίφους να γδέρνει μια πανοπλία. Γουή μέηκ γκουντ τζαζ, αναφωνώ κάπως έκπληκτη στον επόμενο αντίπαλο.

Αρχίζουμε να χορεύουμε, ο ένας γύρω απ’τον άλλον, κρατώντας ισορροπία με τα όπλα μας και φυσικά προσπαθώντας να μη χάνουμε ποτέ το μέτρημα. Εγώ γίνομαι λίγο πιο φιγουρατζού από συνήθως και του σκίζω μ’ένα χτύπημα τον ώμο. Εκείνος ενθουσιάζεται στην όψη του τρεχάμενου αίματός του και ακούω τον αέρα να σκίζεται στα δυο δίπλα απ’το δεξί μου αυτί, και βλέπω τις μπλεγμένες τούφες μου που προεξέχουν από την περικεφαλαία να πέφτουν στο έδαφος. Ε, όχι και τα μαλλιά ρε φιλαράκι, όχι να μας χαλάσεις και τα μαλλιά. Τώρα θύμωσα. Ο επόμενος αντίπαλος γελάει πλατιά και ορμάει να παίξει μουσική πάνω στις μεταλλικές επιφάνειές μου, κι εγώ κουδουνίζοντας τον κοιτάζω και παθαίνω κάτι που θα μπορούσα να περιγράψω μόνο ως το αντίθετο της επιφοίτησης. Ξαφνικά, δεν καταλαβαίνω τίποτα.

Δεν καταλαβαίνω γιατί το κάνουμε όλο αυτό. Τι σκοπό έχει όλο αυτό; Αφού δεν υπερασπιζόμαστε καμιά πατρίδα, αφού τα στρατά δεν πληρώνουν καλά, κι αφού δεν έχουμε να χωρίσουμε παρά τα λίγα εκατοστά χώρου ανάμεσα στα πόδια μας, γιατί το κάνουμε αυτό; Για τ’αγριογούρουνα; Μα το βλέμμα του επόμενου αντιπάλου μου προσφέρει αμέσως την απάντηση, σαν φαϊ που βιάστηκα να δοκιμάσω με το που βγήκε απ’το φούρνο. Το βλέμμα του επόμενου αντιπάλου, ζωηρό, αβανταδόρικο και γεμάτο μικρές προσκλήσεις.

Το κάνουμε για να περνάει η ώρα.

Ο γλυκός μου ο επόμενος αντίπαλος, εκμεταλλεύεται την προσωρινή μου άγνοια και μπήγει το καθ’όλα απονήρευτο ξίφος του στο στομάχι μου. Το ένα μέταλλο διαπερνά το άλλο σε μια ένωση τόσο αγνή και ιερή που θα την κάνανε μπανιστήρι όλοι οι ανήσυχοι παπάδες αυτού του κόσμου. Και το φιλί του σπαθιού στη σάρκα μου, η επισφράγισή της ενώπιων όλων των βαριεστημένων ανώμαλων αυτού του κόσμου. Σκατά, άρχισα να μιλάω ποιητικά. Δεν είναι τίποτα, είναι απ’τον πόνο. Αρπάζω το χέρι του επόμενου αντιπάλου και το λυγίζω εύκολα, μέχρι που ακούω το κρακ. Ο επόμενος αντίπαλος γονατίζει μπροστά μου, με μια αστεία γκριμάτσα να κρέμεται απ’τα χείλη του όπως ακριβώς κρέμεται το χέρι του απ’τον καρπό του, φρικιαστικά και ταυτόχρονα χαριτωμένα. Τραβάω κοφτά το ξίφος του απ’την κοιλιά μου και το γυρίζω προς το μέρος Ω ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ ΠΟΣΟ ΠΟΝΕΣΕ ΑΥΤΟ το γυρίζω προς το μέρος του βαριανασαίνοντας από τον πόνο, βαριανασαίνοντας σχεδόν ερωτικά. Τώρα κανονικά εδώ είναι το σημείο που λέω μια πολύ catchy ατάκα και του ανοίγω το κεφάλι στα δυο χωρίς έλεος. Asta la vista baby. Im too old for this shit.

Μόνο που ξαφνικά νιώθω λες και τρέχει στις φλέβες μου μουρουνέλαιο. Μια πίκρα κι ένα χλιαρό βράσιμο κι ένα μούδιασμα. Σα να συνειδητοποιώ ότι είμαι παγιδευμένη μέσα σε μια μαλακισμένη μέρα της μαρμότας και βαριέμαι αφόρητα. Τι σημασία θα έχει άλλη μια νίκη όταν στο τέλος μένω πάντα μόνη ν’αυνανίζομαι με τα λάφυρά μου;.. Ο επόμενος αντίπαλος δράττεται και πάλι της ευκαιρίας και, γονατισμένος ακόμα, σπρώχνει την ασπίδα του με δύναμη προς το μέρος μου και με ρίχνει κάτω. Τραντάζομαι καθώς πέφτω στο έδαφος αλλά δεν νιώθω πια πόνο. Μόνο ένα συγγενικά οικείο αίσθημα με την επιθυμία να πέσεις να κοιμηθείς φορώντας ακόμα τα ρούχα σου. Ο επόμενος αντίπαλος ανασηκώνεται στα πόδια του και με κοιτάζει χαμογελώντας τόσο γοητευτικά. Είναι καλός επόμενος αντίπαλος, το παραδέχομαι. 


Και ξαφνικά, δεν μου φαίνεται και τόσο τρομακτική η ιδέα της ήττας. Έχω κουραστεί, και κατά βάθος ελπίζω να’ρθει επιτέλους κάποιος να πορθήσει αυτό το γαμήδι το απόρθητο να ησυχάσουμε. Στην καλύτερη περίπτωση, θα με πιάσουν αιχμάλωτη και θα με στείλουν να μονομαχώ στις αρένες για χάρη των βασιλιάδων τους. Ε, τουλάχιστον θα’χω και κοινό. Στην χειρότερη περίπτωση, θα πεθάνω ξαπλωμένη εδώ, με τον επόμενο αντίπαλο από πάνω μου. Να σκύβει προσεκτικά και να πλησιάζει το κεφάλι του στο δικό μου, κι οι φαρδιές πλάτες του να κρύβουν τον ήλιο πίσω του. Να κοντοστέκεται να θαυμάσει όλο το μεγαλείο και τη δόξα μου απλωμένα στα πόδια του, κι εγώ έτοιμη να με χρίσει το ξίφος του θρύλο. Να με κάνει αθάνατη με το να με σκοτώσει. Δεν είναι και τόσο άσχημο τέλος. Ούτε και τόσο δύσκολο. Άλλο ένα χτύπημα κι αρχίζει να τρέχει αίμα απ’το στόμα μου. Τα μάτια μου χάνουν την εστίαση κι εκείνος σκύβει λέει θολός πάνω απ’το κεφάλι μου και μου δίνει ένα φιλί γεμάτο αιμάτινες μπουρμπουλήθρες που σκάνε αναβλύζοντας τον τελευταίο μου αέρα και να που πεθαίνω σαν γυναίκα κι όχι σαν πολεμίστρια όπως έζησα.

Γουάου, αυτό το τσιγαράκι που ήπια πριν βγω απ’τη σκηνή μου τα’χει σκάσει άσχημα. Φαντασιώνομαι μάχες και επόμενους αντιπάλους, ενώ εδώ στ’αλήθεια δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά εγώ και οι εμμονές μου. Τα φαντάστηκα όλα, που λες, γλυκέ μου επόμενε αντίπαλε.

Γι'αυτό τώρα που το σκέφτομαι, λέω να μη βγω τελικά καθόλου απ’τη σκηνή μου σήμερα.