is touching yourself worth an eternity in hell?

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

Λύκε Λύκε είσaι δω;

Aγαπητέ Λύκε,
πάει καιρός απο την τελευταία φορά που μιλήσαμε. Θέλω να ξέρεις πως δεν σου’χω κακιώσει καθόλου που δεν μου γράφεις πια συχνά. Ίσως να φταίω κι εγώ, ήμουν κάπως στον κόσμο μου τελευταία. Τελοσπάντων, ελπίζω να είσαι καλά.

Εγώ καλά, όπως τα ήξερες, δεν έχει γίνει τίποτα καινούριο, πρεσβεύω πως κάνω ο,τι καλύτερο μπορώ και τα τοιαύτα. Όλα παραμένουν ήσυχά στη γη που ονομάζω «ερήμην-μου». Οι μέρες έχουν ξεχάσει πως τις λένε κι αποκαλούνται όλες «σήμερα». Δεν κοιμάμαι ποτέ όπως ξέρεις κι έτσι έχω πολύ ελεύθερο χρόνο ν’αργοπεθαίνω απο τη γνωστή μου ασθένεια, τη βαρεμάρα.

Τώρα που είπα βαρεμάρα, θυμάσαι τότε που μας επιτέθηκε ο ήλιος και γίναμε ένα με τη γη για να σωθούμε; Παλιές καλές ημέρες...

Όπως τα ξέρεις λοιπόν, βαριέμαι, καπνίζω και γράφω. Όλα καλά, μόνο που να, μερικές φορές νιώθω το κεφάλι μου παγωμένο σαν να έχω καταβροχθίσει μονορούφι μια γρανίτα, κι ύστερα μ’αρπάζει ένας πόνος. Ένας πόνος τσιγγάνος, πάει κι έρχεται, μ’αφήνει και με ξαναπιάνει. Είναι μια απόκοσμη αίσθηση, σαν εξωσωματική εμπειρία, μόνο που αντί να είμαι έξω απ’το σώμα μου, είμαι μέσα του. Δεν είμαι πια αυτή που καπνίζει και γράφει, είμαι κάποιος που με παρατηρεί να καπνίζω και να γράφω μέσα απ’το σώμα μου, κλεισμένος σε μια τεθωρακισμένη σαπουνόφουσκα.

Όπως τότε που είχα κλειστεί σ’εκείνο το ασανσέρ μέσα στο κεφάλι σου, θυμάσαι; Δεν ήθελα να πάω απ’τη σκάλα γιατί ήταν μουχλιασμένη και την είχα ήδη πατήσει μια φορά.

Λοιπόν που λες, όταν με πιάνει αυτό το πράμα, μου είναι πολύ δύσκολο να κάνω οτιδήποτε. Επειδή με βλέπω εκ των έσω, δεν μπορώ πια να ξεχωρίσω τα όρια του σώματός μου. Δεν ξέρω που τελειώνω εγώ και που αρχίζει το τραπέζι ή το πάτωμα. Είναι όλα ρευστά, είναι όλα ενέργεια. Πρέπει να προστάξω χειροκίνητα τους μυς μου να συσπαστούν. «Συσπάσου τένοντα, κουνήσου αντιβραχίονα, μην τεμπελιάζετε ίνες του μυοκαρδίου!» Είναι πολύ κουραστικό. Με εξαντλεί, καίει τις ασφάλειες και το αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου μου μπαίνει στο αθόρυβο με δόνηση. Δε λέω, είναι πολύ όμορφα εκεί μέσα όταν έχει ησυχία. Είναι σα να είμαι ολομόναχη μέσα σε ένα μουσείο. Έχω συνηθίσει να ψυθιρίζω ακόμα κι αν δεν υπάρχει λόγος. Έτσι απο έναν περίεργο σεβασμό.

Θυμάσαι τότε που κολυμπούσα πολύ προσεκτικά μαζί με τα δελφίνια, και ξαφνικά το χέρι σου πετάχτηκε απ’το βυθό και με τράβηξε προς τα κάτω; Δεν ήτανε σωστό αυτό που έκανες τότε, ακόμα στο κρατάω.

Πάντως είναι ωραία αυτή η ησυχία. Είμαι τεράστια κι επεκτατική εκεί μέσα, είμαι τόση πολλή που δεν πιστεύω οτι χωράω να με ξαναστριμώξω μέσα στο σώμα μου. Είμαι το καύσιμο του σύμπαντος, είμαι μια στρατιά απο μόρια. Δεν θυμάμαι πια τίποτα, δεν ξέρω να γράφω, να διαβάζω, ν’αγαπάω, όλα μοιάζουν με περίεργα ακαταλαβίστικα ψηφία. Είμαι 29 χρόνια πιο ελαφριά, το φαντάζεσαι; Αλλά δυστυχώς δεν κρατάει πολύ. Ύστερα απο λίγο παίρνουν μπρος οι εφεδρικές γεννήτριες και το σώμα μου αρχίζει ν’αναβοσβήνει κόκκινο. «Μεηντέη, μέηντεη!» φωνάζει το αριστερό ημισφαίριο, «εισερχόμαστε σε άγνωστα εδάφη, εγκαταλείψτε άμεσα την κάψουλα».

Α, τότε που σου κλώτσησα όλες τις κούνιες στην αυλή σου γιατί ζήλεψα που εγώ δεν είχα ποτέ κούνιες στη δική μου, θυμάσαι; Γελούσες και με τράβαγες με την κάμερα.

Συνήθως τσακώνομαι με το αριστερό ημισφαίριο. «Σσσσςςςς», του ψιθυρίζω, «δεν βλέπεις οτι έχω δουλειά εδώ πέρα; Δεν βλέπεις οτι προσπαθώ να συγχρονιστώ με τη φορά του Δία; Πήγαινε να ενοχλήσεις καναν άλλον κι άσε με ήσυχη». Αλλά αρχίδια, τα’χει ήδη καταστρέψει όλα. Ξαφνικά είμαι πάλι μέσα στο πιλοτήριο πίσω απ’τα μάτια μου, ξαφνικά καπνίζω και γράφω και θυμάμαι τα πάντα κι είμαι πάλι βαριά και βαριεστημένη. Άτιμο σύστημα αυτοσυντήρησης. Ούτε ένα εγκεφαλικό δεν μπορούμε να πάθουμε με την ησυχία μας.

Όπως τότε που με σκούνταγες και μου πετούσες χαρτάκια απ’το πίσω θρανίο. Εσύ δεν ήσουν; Εσύ ήσουν, καλά θυμάμαι.

Υποθέτω βέβαια πως εσύ ούτε θυμάσαι ούτε σ’απασχολούν όλα αυτά. Δεν πειράζει, κουβέντα να γίνεται, κι αν έχουμε αποξενωθεί εγώ θα συνεχίζω να σου γράφω, έτσι για να μη χάνουμε επαφή. Στείλε κι εσύ και πες μου τα νέα σου απο κει πάνω. Κι αν σου βρέθει τίποτα καλό, ξέρεις ε; Να μας φωνάξεις.

Σ’αφήνω Λύκε. Μου’χει μείνει λίγο πτήση στο πορτοφόλι, πάω να την κάνω συνάλλαγμα. Τεηκ κεαρ και τέτοια. Εις το επανειδείν.

2 σχόλια: