Dεν έφταιγε το φεγγάρι για όλα όσα έγιναν χτες. Εκείνο κρεμόταν ήσυχο απ'το αυτί του ουρανού, μέχρι που το λέρωσε ο ήλιος στη δεξιά πλευρά, και τότε άρχισε να στάζει πάνω στη θάλασσα. Κι έμοιαζε τόσο τρομακτικά με τον πλανήτη μου, που σχεδόν μπορούσα ν'ακούσω τ'ασημένια δέντρα να σκίζουν την ηλιόβαμμένη επιφάνειά του με τις μεταλλικές τους ρίζες και τ'αλουμινοχάρτινα φύλλα τους να κλαίνε σαν αδέξια μεταλλόφωνα - θέλω να πω, το φεγγάρι με κάλεσε χτες, κι εγώ σηκώθηκα κι άρχισα να περπατάω προς το μέρος του. Κανείς δεν με σταμάτησε, κανείς δεν ρώτησε που πάω, κι έτσι ανένοχα μπήκε ένα σύμπαν ανάμεσα σε μένα και τους ανθρώπους, ανάμεσα σε μένα και τη φωτιά τους, κι ήταν ένα σύμπαν αυτάρκες κι ολιγαρκές που δεν έπιανε χώρο μέσα μου, γιατί καθώς μεγάλωνε έχτιζε διαστάσεις να τις κατοικήσει, κι ήταν παραπάνω από έντεκα κι οι περισσότερες ήταν χρονικές και όχι χωρικές, κι έκανε ψύχρα αλλά εγώ για κάποιο μυστήριο λόγο δεν κούμπωνα τη ζακέτα μου. Τότε ήρθε εκείνος ο σκύλος δίπλα μου, εκείνος ο σκύλος που το είχε σκάσει απ'το αφεντικό του στη μέση της βραδυνής τους βόλτας γιατί τον κάλεσε κι αυτόν το φεγγάρι. Δεν έτρεξε προς το μέρος μου ζητιανεύοντας χάδια και πως τον θαύμασα γι'αυτό, απλά με πλησίασε μ'ένα αργόσχολο νάζι στην ουρά και στάθηκε δίπλα μου, και φυσικά γνωριζόμασταν απο πάντα. Κι έτσι περπατήσαμε μαζί, σαν δυο παλιοί φίλοι που δεν έχουν τίποτα καινούριο πια να συζητήσουν, μέχρι που φτάσαμε ως τα βράχια κι η θάλασσα μας έκλεισε το δρόμο για το φεγγάρι και ξέραμε πως ως εδώ ήταν, ως εδώ μόνο φτάνουμε κι όχι παραπέρα, και για πρώτη φορά ήταν ανακούφιση τα σύνορά της κι όχι φυλακή. Και παρόλο που είχα τόσο απομακρυνθεί απ'τους ανθρώπους κι απ'τη φωτιά τους, ήξερα δυνατά και καθαρά πως η θέση μου πια ήταν δίπλα τους μα όχι μαζί τους, κι ήμουν αγνή και σωστή χωρίς ανθρώπινα αισθήματα, όπως με ήθελε το φεγγάρι. Έσκυψα στο αυτί του φίλου μου, πήγαινε να βρεις τον Αφέντη σου, του ψιθύρισα, του χάιδεψα τον λαιμό και τον φίλησα ανάμεσα στα μάτια, κι όταν αυτός με κοίταξε με παράπονο, του ψιθύρισα και τ'όνομά του με μια μικρή ντροπή, κι ήξερε τότε πως κι εγώ τον αναγνώρισα και πως ήμασταν δεμένοι κι ας μην είχαμε συναντηθεί ποτέ πριν, γιατί είχαμε τον ίδιο Αφέντη κι αυτός ήσουν εσύ και όχι το φεγγάρι, κι έτρεξε τελικά μακριά μου το ίδιο αργόσχολα όπως είχε έρθει. Ξεκίνησα να επιστρέφω πίσω στη φωτιά και στους ανθρώπους με το καινούριο μου σύμπαν κρεμασμένο απ'το λαιμό μου, κι όταν άκουσα τους έλικες των διασωστικών ελικοπτέρων στον ουρανό, αποφάσισα πως δεν ήθελα να με δουν, δεν ήθελα να με βρουν ποτέ. Κι όσο πλησίαζα και πάλι τους ανθρώπους και τη φωτιά τους, τόσο πιο δυνατά άκουγα να τραγουδάνε
start wearing purple, wearing purple, start wearing purple for me now
Κάθε φορά που διαβάζω κάτι δικό σου, ζηλεύω..
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάθε φορά με κάνεις να νιώθω λίγη..
Έχεις το μοναδικό ταλέντο, να παίρνεις κάτι απλό και να το κάνεις μαγικό και ας μην βγάζω νόημα από αυτά που γράφεις..άλλωστε δεν παίζει κανένα ρόλο..
έλα σταμάτα. το ίδιο μοναδικό ταλέντο έχουμε. απο το ίδιο υπερπέραν έρχονται αυτά, είναι κληρονομικά.
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι με κανεις να συγκινούμαι και να κλαίω και ξέρεις οτι κλαίω άσχημα.
σα σκύλος. :)
indeed..san skilos...
ΑπάντησηΔιαγραφή