Dεν ειναι που μου'χουν τελειωσει οι ευχες, ακομα κι αν ειχα ολοκαινουριο λυχναρι παλι το ιδιο θα ευχομουν.
Να ειστε παντα εδω.
Να'στε εδω, να φορατε τις μωβ μπερτες σας και να'ρχεστε εκει που κοιταω τα τρενα να μου κανετε εκπληξη, να με κερνατε κρασι απ'το περιπτερο, να μου κρεματε αιωρες πανω απ'την πολη για να ξεχνιεμαι, να μου δειχνετε τα σκισμενα παντελονια των πρωην σας, να μου αγγιζετε απαλα το ποδι οταν τρεμει, να μου ζητατε να επαναλαβω τις λεξεις πιο αργα, να μου διηγειστε τα χθεσινα σας ονειρα, να στελνετε γελωτοποιους με κροκοδειλε παπουτσια απ'τη Νεα Ορλεανη να μου ριχνουν τα χαρτια, να με τραβατε απ'το μανικι να βγω εξω και να με παιρνετε μαζι στις βολτες να σας ζεσταινω τη θεση του συνοδηγου, να ξυπναω και να'ναι παλι η ιδια μερα και να προβλεπω τι θα γινει σημερα και σεις να μη με πιστευετε.
Να στριβουμε νομισματα για ν'αποφασισουμε τι θα φαμε, να κλωτσαμε τον καπνο κατω απ'τους καναπεδες, να ξεκρεμαμε τα σπαθια απ'τους τοιχους, να τρεχουμε στα κιοσκια να μη μας πιασει η βροχη, ν'αναβουμε συνεχεια τα κερια κι ας σβηνουν, να φτιαχνουμε σχεδιες που μπαζουν απο παντου, να ψαχνουμε κειμηλια, να σκοτωνουμε αραβες με τατουαζ στο κεφαλι, να ξυπναμε τους παντοδυναμους αρχαιους, να τα βαζουμε με πανοπλιες, να μενουμε σε πανδοχεια στην Πραγα, να δανειζομαστε τσιγαρα ο ενας απ'τον αλλον, να νυσταζουμε πανω απο μπουκαλια, ν'ακουμε ολο τις ιδιες μουσικες, να ψαχνουμε στο λεξικο τη λεξη "κατασχεση" κι ολο να γελαμε που ξερουμε στα κρυφα τι σημαινει.
Να'στε εδω, αλλα να μην μενετε πολυ, να μην ξεχνιεστε μαζι μου, μετα απο λιγο να φευγετε, να πηγαινετε να μεταμορφωνεστε σε γυναικες και σε αντρες, να μπλεκετε τα χερια σας και να σκαρφαλωνετε ο ενας πανω στον αλλον, να μαλωνετε και μετα να κοιμαστε αγκαλια, γιατι εγω δεν θυμαμαι πως να ειμαι γυναικα ουτε και γνωρισα ποτε μου κανεναν αντρα, γι'αυτο να φευγετε, να πηγαινετε ν'αγοραζετε ομορφα ρουχα και κοσμηματα, να φτιαχνετε σπιτια κι οικογενειες, να μου στελνετε καρτ ποσταλ απο τις χωρες που ταξιδευετε, κι υστερα να'ρχεστε παλι πισω να μου τα δειχνετε και να μου τα εξιστορειτε, κι εγω θα τα γρασσαρω με λεξεις και μουσικες και θα τα κανω ακομα πιο ομορφα και θα σας τα δινω πισω να τα διαβαζετε, γιατι εγω γι'αυτο το λογο βρισκομαι εδω, οχι για να ζησω.
Πόσο θυμώνω, που το μαύρο έχει το άσπρο να του πηγαίνει κόντρα, ενώ δεν υπάρχει αντίθετο για το κόκκινο.
Πόσο θυμώνω, που αυτά τα λουλούδια που έχω μήνες τώρα μέσα στο γραμματοκιβώτιο, δεν είναι αληθινά για να μπορω να τα μυρίσω ή έστω να τα πετάξω, αλλά αυτά είναι μπλε κι έτσι δεν πιάνονται.
Α ναι... το μπλε είναι το αντίθετο του κόκκινου.
Γαμώτο ούτε μια θεωρία της προκοπής δεν μπορώ να σταυρώσω.
Oλα τα παραμυθια ξεκινανε με το μια φορα κι ενα καιρο και ποτε σε κανενα δε σου λενε τι συνεβη πριν απ’αυτο και καλα κανουνε βασικα κι ουτε εγω δεν θα ελεγα στη θεση τους αλλα αυτο πρεπει να το διηγηθω για να το ξεφορτωθω γιατι αν δεν το κανω θα ειναι σαν να μην τελειωσε ποτε κι εγω το’χω βαλει σκοπο ζωης να καταλαβω τι σημαινει η λεξη τελος.
Κατσε να σκεφτω λιγο, νομιζω ολα ξεκινησαν απο κεινο το βουνο μες στη θαλασσα που μ’εφτυσε απ’την κορυφη του και προσγειωθηκα πανω σ’ενα καναπε κι εμεινα να δουλευω για τη φαμπρικα που κατασκευαζει δαχτυλιδια καπνου κι ενιωθα παντοδυναμη μεχρι που μια φωνη μου ειπε ελα να δεις μεσα στο δασος υπαρχει ενα τεραστιο δεντρο με μια πορτα ζωγραφισμενη με κιμωλια πανω στον κορμο του και πηγα να δω και ειχε σκουρα κοκκινα σαπια φυλλα και μπρουτζινες ιπταμενες ριζες χοντρες και πυκνες σαν καγκελα κι απ'τα κλαδια του κρεμονταν ξεχασμενες ουρες που αφησαν κατι ζωα πισω τους, κι εγω, πως μου’ρθε ν’ακουω φωνες και δεν θα ειχα δωσει σημασια γιατι τα δεντρα δεν μπορεις να τα παρεις σπιτι σου αλλα μπορεις να χρησιμοποιησεις ο,τι σαπιζει και πεφτει για να φτιαξεις ξυλινα κουτια κι εγω εφτιαξα ενα γιατι καπου επρεπε να μετακομισω το μαγεμενο βατραχο που ειχα στο μυαλο μου.
Και μετα, κατσε να σκεφτω, μετα ημουν κλεισμενη ολη μερα σ’ενα κτιριο με πεντε οροφους ολομοναχη κι επρεπε να βγαινω στη σκαλα να καπνισω και κει ειχε περιστερια και ξερεις τη γνωμη μου για τα περιστερια εσυ που παντα τρεφοσουν απ'τους αναστεναγμους των περαστικων γι'αυτο και δεν μεγαλωνες πια κι οταν φτερνιζοσουν τα χαμενα πουπουλα των χτυπημενων πουλιων ακουγα τη νωπη ξυλινη σου ανασα μεχρι εδω και καπως επρεπε να περασει κι η ωρα τελοσπαντων κι ηταν κι εκεινη η πορτα απο κιμωλια, εκεινη η καταραμενη η πορτα ειχε πομολο μονο απ'τη μεσα μερια κι οπως καταλαβαινεις μια τετοια πορτα παντα σε ιντριγκαρει να την ανοιξεις γι’αυτο και γω εψαχνα το τιμολογιο σου να σε νοικιασω για λιγες ωρες και με κρεμαγα σαν διαφημιστικη αφισα απο πανω σου και σ’αφηνα να μου φτιαχνεις σλογκαν.
Κι υστερα, υστερα ημουν πολυ προσεκτικη να εκπαιδευω το σφυγμο μου να κανει ησυχια οποτε περναγα απο κοντα σου γιατι οι ανθρωποι που μιλανε αλληγορικα ειναι δειλοι αλλα καθε φορα εσυ ξεχειλωνες τον ισκιο σου και τα δαχτυλα σου πατουσαν τα πληκτρα – τα πληκτρα του πιανου εννοω – και ολο κατι μου υποσχονταν, μια παιδικη χαρα ή ισως κι ενα ενδεχομενο ή μπορει και την παντοτινη γνωση, δεν θυμαμαι καλα γιατι δεν καταλαβαινα τη γλωσσα των βατραχων αλλα καταλαβαινα μονο εκεινες τις δυο καταραμενες λεξεις –καποια στιγμη – κι αυτη ηταν η αρχη ολων των δεινων που θα λεγανε και στα παραμυθια και ποτε κανεις δεν πρεπει να κοιμαται χωρις screensaver στα ονειρα του γιατι μετα ολοι οσοι ονειρευεσαι εχουν γυρισμενη την πλατη τους.
Κι υστερα, για να δουμε, υστερα ειπες οτι τα ονειρα μου ειναι προφητικα και να φυλαξω μερικα γι’αργοτερα για να μαγειρεψουμε λιγο μελλον και σκεφτομουν ποσο αδικο ειναι που μας βαζουν να ζωγραφιζουμε με δεμενα ματια στα τυφλα ανα δυαδες και ποσο καταδικασμενοι ειμαστε να φτιαχνουμε μουτζουρες ομως εγω κι εσυ τους ξεγελασαμε σκεφτομουν εγω και συ θα’μαστε προετοιμασμενοι και θα’χουμε σωστες μπογιες και θα’χουμε το μανιουαλ σκεφτομουν και κρεμασα μια κουνια πανω απ’τα κλαδια του δεντρου και τεντωνα την περιγραφη σου μεχρι που μου εκτοξευοταν πισω στη μουρη και μπορουσα να σε κανω με το δαχτυλο μου να κουνηθεις και να μιλησεις και να παγωσεις σε οποια σταση ηθελα αλλα ποτε δεν μπορουσα να σε φανταστω να τρως κι αυτο καπως μου στοιχιζε.
Και μετα, δεν θυμαμαι ακριβως γιατι ηταν ολα πρωτογνωρα, α ναι, μετα εμαθα τα βηματα του χορου των παραγινωμενων προσδοκιων και μου ανοιξανε ολοι οι μεντεσεδες και μπουκαρανε μεσα οι μπασταρδοι γιοι του Αιολου και τα κανανε πουτανα και καβαλικευα τη σπειρα και καταπινα τη φωνη μου παχια απ’το ξυπνημα κι εγλυφα τους κρατηρες της σεληνιακης μοναχικης σου επιφανειας σαν ηλιακη καταιγιδα κι εσυ ανταποκρινοσουν μ’εναν ηλεκτρονικο ανεμο καταστροφεα που φροντιζε στοργικα τις ανθυποβαλομενες φλογες της φωτιας μου και κοροϊδευε τον εμπειρικο μου χρονο και με καθηλωνε ακινητη με μια ευκολια ασυνηθιστη για μενα που η ακινησια δεν μου παει και ολα ηταν δικαια και οπως επρεπε κι αυξομειωνα τις βλεφαριδες μου καθε μερα κι ημουν πολυ αυταρεσκη και πολυ ομορφη για να μην ημουν αισιοδοξη.
Και μετα, θα σου πω τι εγινε μετα, μετα με ρωτουσαν ολοι γιατι δεν ζωγραφιζω ενα πομολο αφου εχω κι εγω κιμωλιες κι εγω χαμογελουσα κι απαντουσα πως τα μαγια δεν λυνονται με χρονοδιαγραμμα και αυτο ηταν αρκετο για να μου ζεσταινει το μαξιλαρι τα βραδια και δεν ξερω γιατι καθε φορα που αφηγουμαι αυτη την ιστορια εδω ειναι το σημειο που θελω να πω συγνωμη μου ετυχε κατι θα σας πω μια αλλη φορα και να φυγω τρεχοντας γιατι εδω ειναι το σημειο που εκανες ζαβολια και σμπαραλιασες τα προγνωστικα μου κι εσφιγγα το μυαλο μου οπως εσφιγγα τους προσαγωγεις μυες μου να μην τολμησω να θυμηθω πως ζητανε και σφουγγισα πανω στη ζωγραφια και τρεξανε οι μπογιες της σαν πρασινωπα αποβλητα απ’αυτα που βλεπουμε στα καρτουν και τεντωσα το γιγαντιο κεφαλι μου πανω απ’το κουτι κι ο βατραχος φοβηθηκε μη γινει πριγκηπας και κλειδωθηκε μεσα για παντα και ναι ειχε κι εκει πομολο μονο απ’τη μεσα μερια.
Και στο τελος, στο τελος σε ειδα να στηνεις την παγιδα και να περιμενεις πως και πως να σκονταψει καποιος πανω στα μαλλια σου και μου’ρθε να βαλω τα θολα δυο νουμερο μεγαλυτερα παπουτσια μου και τη ροζ μου κουκουλα και να’ρθω σου κλωτσησω τις ριζες και να σου χαραξω καρδουλες πανω στον κορμο για να μαθουνε ολοι τι στ’αληθεια εισαι και να γλιτωσω κανεναν περαστικο απο το παραμυθι αλλα φυσικα δεν το εκανα γιατι ειμαι πολυ τεμπελα για να κανω τον κοπο να σιχαινομαι και αυτη τη στιγμη ποσο σιχαινομαι που με κουραζεις ετσι ομως ετσι κι αλλιως δεν θα ωφελουσε σε τιποτα γιατι δεν σου’λεγα ψεμματα πως η αρνητικη διαφημιση δεν πιανει σε μενα κι οταν προχτες η φιλη μου με ρωτησε αν νιωθω κι εγω μια τρομακτικη ετοιμοτητα για τα πραγματα που τελειωνουν της απαντησα οτι αν εβρισκα που ειναι το τελος θα εκανα κατι μονο και μονο για να το οριοθετησω και αντε τωρα να την πεισω οτι δεν μ’αρεσουν οι αρλουμπες.
Κι ολα αυτα συνεβησαν πριν καν αρχισει το παραμυθι κι ακομα απορω πως γινεται να τελειωνει κατι που δεν εχει αρχισει μα αν ειχα να διαλεξω ενα απ’τα πιθανα τελη σιγουρα δεν θα ηταν αυτο, θα ηταν ενα πιο αβιαστο, το ηθικο διδαγμα ομως ειναι να θυμαμαι να βγαζω το τασακι απ’το δωματιο πριν πεσω για υπνο και να κλεινω το μπατζουρι και να βαζω παντα screensaver και να λουζομαι με σαμπουαν για γερες τριχες γιατι αν καποιος με ρωτησει γιατι μια βαζω τονους και μια οχι δεν θα ηξερα πραγματικα τι να του απαντησω, κι οι ανθρωποι που μιλανε αλληγορικα ειναι δειλοι.
Όταν πρωτοπήγα στη σχολή, ένα απ'τα πρώτα πράγματα που μας είπαν ήταν ότι η διαδικασία του να φτιάξεις μια ταινία είναι ένα απ'τα πιο ψυχοφθόρα πράγματα που θα κάνεις ποτέ στη ζωή σου. Μας είπαν πως όταν και για όσο θα ετοιμάζεις μια ταινία, δεν θα έχεις μυαλό για τίποτα άλλο. Θα αναπνέεις την ταινία σου, θα τρώς και θα πίνεις την ταινία σου, θα κοιμάσαι με την έγνοια της, θα τη βλέπεις στον ύπνο σου και θα ξυπνάς με τον καημό της. Εγώ όλα αυτά τα χρόνια έβρισκα τη διαδικασία του να φτιάχνεις ταινίες διασκεδαστική, ενδιαφέρουσα, λυτρωτική, αλλά ποτέ βασανιστική. Μέχρι που ήρθε αυτή η ταινία. Και κατάλαβα. Κατάλαβα ακριβώς για τι πράγμα μας μιλούσαν εκείνο τον πρώτο καιρό. Ένα μήνα τώρα ζω έρμαιό της. Δεν ξέρω που πατάω και που βρίσκομαι, δεν μπορώ να συζητήσω για τίποτα άλλο, έχω έναν μόνιμο διαολεμένο πονοκέφαλο και νιώθω οτι ο εγκέφαλός μου έχει πολτοποιηθεί, έχω χαθεί απ'τον κόσμο και οι φίλοι μου έχουν βαρεθεί να με ακούνε να γκρινιάζω. Νιώθω σαν να είμαι απελπισμένα ερωτευμένη μ'ένα γκόμενο που δεν μου κάθεται αλλά εγώ συνεχίζω και το παλεύω μανιασμένα απο ένα ανόητο παιδικό πείσμα. Δεν ξέρω γιατί συνέβη αυτό με τη συγκεκριμένη ταινία. Ίσως επειδή τη σκαρώνω εδώ και χρόνια και όλο βρίσκω εμπόδια. Ίσως επειδή ήταν το πρώτο σενάριο που έγραψα ποτέ.
Το πρότζεκτ γι'αυτήν την ταινία έχει ξεκινήσει και σταματήσει τουλάχιστον τρεις φορές. Έκανε αίσθηση, ενθουσίασε, παρακίνησε, προκάλεσε αντιδράσεις, λογοκρίθηκε. Όταν ακύρωσα το πρότζεκτ την πρώτη φορά έπεσα σε κατάθλιψη για δυο βδομάδες. Το μετάνιωσα, το παράτησα, το ξαναξεκίνησα, το φοβήθηκα, το τόλμησα. Ήταν λες και περίμενα χωρίς να ξέρω τις ιδανικές συνθήκες. Να τύχει να βρω τους ιδανικούς χώρους, τον ιδανικό πρωταγωνιστή, τους ιδανικούς συνεργάτες, το ιδανικό τραγούδι. Και κάποια στιγμή ήρθε η ώρα. Κι ένα άλλο πράγμα που μας έλεγαν πάντα στη σχολή, ήταν πως ό,τι μπορεί να πάει στραβά σ'ένα γύρισμα, θα πάει στραβα. Συν χίλια δυο άλλα απρόοπτα που δεν τα περίμενες. Κι όταν την τελειώνεις, και είναι έτοιμη, και είναι μπροστά σου, τη βλέπεις σαν παιδί που έχεις γεννήσει με τόσο πόνο και τώρα σε κοροϊδεύει και τριγυρίζει και χαμουρεύεται τις νύχτες με αγνώστους και συ ιδρώνεις και ανησυχείς. Όταν βλέπεις την ταινία σου έτοιμη, το μόνο που βλέπεις είναι λάθη. Δεν έχει σημασία αν αρέσει σε όλους και αν σε εκθειάζουν. Δεν έχει σημασία που είναι η ενσαρκωμένη μορφή όλων των κόπων σου. Εσύ βλέπεις μόνο λάθη και πράγματα που θα μπορούσες να είχες κάνει καλύτερα.
Μερικές φορές βέβαια την βλέπεις σε μεγάλη οθόνη με το volume στο τέρμα και σε κάποιο σημείο για κάποιο μυστήριο λόγο ανατριχιάζεις ολόκληρη, και τότε σκέφτεσαι πως κάπως άξιζε. Μερικές φορές κάποιος σου λέει πως αυτό που έφτιαξες τον άγγιξε ή τον ενέπνευσε και χαμογελάει η ψυχή σου. Αλλά και πάλι βλέπεις μόνο λάθη.
Τότε γιατί το κάνεις, θα μου πεις. Κι αυτό μας το έχουν απαντήσει στη σχολή. Το κάνεις για να πεις μια ιστορία. Συγκεκριμένα, για να πεις το τέλος μιας ιστορίας. Μόνο αυτό μετράει, γι'αυτό τα κάνεις όλα. Και σε περίπτωση που δεν το γνωρίζετε, στον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό τουλάχιστον, δεν υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι να πεις μια ιστορία. Βασικά υπάρχει μόνο ένας. Αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον πράγμα που έμαθα ποτέ στη ζωή μου. Ακούστε λοιπόν.
Η ιστορία πάντα έχει έναν ήρωα, κι ο ήρωας αυτός πάντα έχει ένα στόχο που επιθυμεί να καταφέρει. Μπορεί να μην το ξέρει καν στην αρχή οτι τον επιθυμεί, αλλά κάποια στιγμή μες στην ιστορία έννοια του, θα το μάθει καλά. Και πίσω απ'αυτόν τον στόχο κρύβεται πάντα ο υπέρστόχος, το βαθύτερο νόημα, η βαθύτερη επιθυμία. Κι ο ήρωας έχει πάντα έναν αντίπαλο. Στις πιο συμβατικές μορφές αφήγησης ο αντίπαλος αυτός είναι κάποιο άλλο άτομο. Πολλές φορές ενσαρκώνεται και σε κάποια άλλη μορφή αντίστασης, ίσως να είναι ένα καιρικό φαινόμενο, ένας σήριαλ κίλερ, ένα αναπάντεχο γεγονός. Κατα βάθος όμως ο πραγματικός αντίπαλος είναι ο ίδιος ο ευατός του. Συνήθως η σύγκρουση είναι εσωτερική, είναι η λογική εξευγενισμένη ανθρώπινη πλευρά του που επιθυμεί βαθύτερα νοήματα και μπούρδες, κόντρα στο ζώο, στον πήθικο που κρύβεται στα γονίδιά του και κατατρώγεται απο επίγεια, πρωτόγονα ένστικτα. Ο ήρωας όμως πάντα έχει και βοηθούς στην επίτευξη του στόχου. Ο ρόλος των βοηθών όμως, μην απατάσθε, είναι μόνο ένας. Να δει ο θεατής τον ήρωα μέσα απ'τα μάτια τους, να μάθει κάτι παραπάνω γι'αυτόν.
Πάρτε τώρα αυτό το μοντέλο και διαιρέστε το δια σκηνές. Κάθε σκηνή πρέπει να έχει αυτό το σχεδιάγραμμα μέσα για να είναι επιτυχημένη, για να δώσει μια πληροφορία στον θεατή . Και τώρα σπάστε το σε πλάνα. Κάθε πλάνο, το παραμικρό πλάνο, έχει μια ακόμα πιο μίνι έκδοση του μοντέλου αυτού μέσα. Κάθε μα κάθε πλάνο. Το παραμικρό πλάνο έχει σημασία. Αν μέσα στην ταινία σου για παράδειγμα έχεις ένα πλάνο τριών δευτερολέπτων σε ένα τασάκι, αν έχεις κάνει τον κόπο να το στήσεις και να το φωτίσεις και να το γυρίσεις, και αποφασίσεις να το περιλάβεις στο μοντάζ, τότε μ'αυτό το τασάκι κάτι θέλεις να πεις, κάτι σημαντικό. Μπορεί να μην ξέρεις ούτε κι εσύ τι θες να πεις ακριβώς, αλλά κάτι θέλεις να πεις σίγουρα. Έχεις έναν στόχο κι έναν υπερστόχο κι έναν ήρωα που κάποια σχέση έχει μ'αυτό το τασάκι.
Τώρα ξέρω τι σκέφτεστε, το'χω ακούσει πολλές φορές. Το μοντέλο που περιγράφω είναι απλοϊκό και αφελές. Δεν φτιάχνουμε ιστορίες έτσι, δεν το σκεφτόμαστε έτσι όταν φτιάχνουμε κείμενα, ποιήση, τραγούδια, βιντεάκια, ταινίες. Κι όμως σκέφτεστε λάθος. Όλοι το κάνουμε, το κάνουμε χωρίς να το ξέρουμε, και το κάνουμε γιατί έτσι έχουμε μάθει να το κάνουμε. Αυτός είναι ο τρόπος που μας αφηγούνται ιστορίες απο τότε που γεννηθήκαμε, κι έτσι έχουμε μάθει κι εμείς να κάνουμε. Δεν φτιάχνεις την ιστορία έχοντας το μοντέλο στο μυαλό σου, αλλά το μοντέλο κρύβεται πάντα μες στην ιστορία σου.
Το καλύτερο παράδειγμα γι'αυτό είναι τα παραμύθια. Ας πάρουμε για παράδειγμα την κοκκινοσκουφίτσα, στην απλή της μορφή. Η κοκκινοσκουφίτσα είναι ο ήρωας, οκ; Ο στόχος της είναι να πάει το καλάθι στη γιαγιά. Ο βοηθός της είναι ο ξυλοκόπος, ο οποίος μας δίνει να καταλάβουμε οτι είναι κάπως αφελής και εν ανάγκη διάσωσης. Ο αντίπαλός της είναι ο λύκος. Πάντα στα παραμύθια ο αντίπαλος είναι κάποιο ζώο, για τον λόγο που εξήγησα παραπάνω. Η κοκκινοσκουφίτσα θέλει να κάνει ό,τι της είπε η μαμά της, θέλει να ακολουθήσει το ασφαλές μονοπάτι να πάει στη γιαγιά γρήγορα γρήγορα χωρίς μπελάδες, αλλά είναι και παιδί και ταυτόχρονα θέλει να παίξει και να χαζεψει στο δάσος και να εξερευνήσει τα μονοπάτια και ν'αλητέψει με τα περίεργα συναρπαστικά ζώα. Ο υπερστόχος σ'αυτη την ιστορία είναι η ενηλικίωση.
Αλλά και πάλι, εξαρτάται τι ιστορία θες να πεις. Αν ας πούμε θες να διηγηθείς την ιστορία της κοκκινοσκουφίτσας ως μια ιστορία εντιμότητας και αρετής, το πρώτο σου πλάνο θα μπορούσε να είναι η κοκκινοσκουφίτσα να παίζει στην αυλή και η μαμά της να ετοιμάζει το καλάθι στο μπαλκόνι του σπιτιού. Αν θες να πεις μια ιστορία αγάπης, θα ξεκινήσεις με την κοκκινοσκουφίτσα να κοιτάζει με ανυπομονησία πέρα απ'το φράχτη περιμένοντας πως και πως να πάει να βρει το λύκο της. Αν θες να φτιάξεις θρίλερ, η πρώτη σκηνή θα δείχνει την κοκκινοσκουφίτσα έτοιμη να περάσει την πόρτα, ενώ ακούγονται τρομακτικοί ήχοι και θροϊσματα μέσα απ'το σκοτεινό δάσος. Όλα έχουν σημασία. Το κάθε πλάνο έχει σημασία.
Πάρτε μια ταινία του David Lynch και ψάξτε να βρείτε το παραπάνω πλάνο μέσα. Αν έχετε λίγη αντίληψη, θα το βρείτε, σας διαβεβαιώ. Είναι αλφαβήτα της αφήγησης. Οι πιο επιτυχημένες ιστορίες είναι αυτές που καταφέρνουν να κρύβουν αυτό το μοντέλο αφήγησης τόσο καλά, που παλεύεις για να το βρείς.
Κι έρχεται η ερώτηση, τι θέλω να πω εγώ με αυτή την ταινία μου. Όταν με είχε ρωτήσει ο καθηγητής μου τον πρώτο μήνα, του είχα απαντήσει οτι υποθέτω πως η ταινία μου είναι κοινωνικοπολιτικής φύσεως και θέλω να μιλήσω για κάποιου είδους ανώφελη παιδιάστικη επανάσταση. Με κοίταξε και γέλασε. "Κάνεις λάθος", μου απάντησε, "η ταινία σου μιλάει για τον έρωτα. Για τον έρωτα και μόνο αυτόν. Οι ήρωές σου, απλά ψάχνουν έναν τρόπο να είναι μαζί". Γέλασα και του απάντησα οτι δεν θα το παραδεχτώ ποτέ αυτό.
Παίζει και να είχε δίκιο βέβαια. Συνεχίζω να πιστεύω οτι αυτή η ταινία όσο κι αν δεν της φαίνεται, μιλάει για καμια δεκαριά διαφορετικά άσχετα μεταξύ τους πράματα, για την ενηλικίωση, για την παιδικότητα, για την αναρχία, για τα παιχνίδια ισχύος, για τους κώδικες επικοινωνίας, για την απώλεια ταυτότητας, για την επανάσταση, για την ανωριμότητα, για τον φόβο της απόρριψης, για την πολιτική, αλλά ίσως και στο βάθος να μιλάει για τον έρωτα και μόνο γι'αυτόν. Ίσως και κανείς να μην καταλάβει τίποτα απ'όλα αυτά όταν τη δει. Δεν έχει σημασία. Εγώ βλέπω όλο λάθη αλλά που και που ανατριχιάζω. Και τελικά είμαι περήφανη. Όχι για το αποτέλεσμα. Επειδή το έφερα εις πέρας.
Θέλω μόνο να πω για το τέλος οτι ο Πέτρος Σεβαστίκογλου ήταν ο καλύτερος δάσκαλος (και επίτηδες χρησιμοποιώ αυτή τη λέξη) που είχα την τιμή να έχω στη ζωή μου. Ίσως αυτή να είναι και η τελευταία ταινία που θα κάνω, γιατι σχολή τέλος, και μη γελιόμαστε, που θα βρω δουλειά ως σκηνοθέτης; Αλλά μπορεί και όχι.
Ορίστε, αυτό έφτιαξα λοιπόν. Το ονειρεύτηκα και έγινε πραγματικότητα, κι αυτό είναι το πιο γαμάτο της υπόθεσης, γιατι κάθε πόσο έχουμε την ευκαιρία για τέτοια πολυτέλεια;
"Εδώ είναι όλα ήσυχα για λίγο. Έχουμε πέσει να κοιμηθούμε και το μόνο που μας χωρίζει απ'τις χαμένες μας πατρίδες είναι αυτή η μικρή φωτοτυπία ουρανού που φτύνει μηχανικά ο ήλιος καθώς δύει. Είμαστε κουρασμένοι και δεν δίνουμε πολύ σημασία στους βλοσυρούς ήχους της νύχτας που θέλουν να νανουρίσουν το κουράγιο μας. Αποκοιμιόμαστε σχεδόν αμέσως. Έχουμε βρει το κόλπο για να το κάνουμε.
Όλη μέρα περιφερόμαστε στην παραλία που στολίστηκε σαν έρημος κι έχουμε ξεχάσει πια που πρέπει να σκάψουμε. Ο χάρτης που μας πούλησαν οι έμποροι απ'τα καραβάνια ήτανε ψεύτικος, κι έχει φθαρθεί απ'τις μέρες κι έχει μουτζουρωθεί με ρούμι και ιδρώτα και δεν μπορούμε πια να τον διαβάσουμε. Μας κορόϊδεψαν, το ξέρουμε πια, κι εμείς αφού απο ναυτικοί γίναμε βεδουίνοι, ολο και κάποιους ονειροπόλους με ακούρδιστες πυξίδες θα βρούμε να κοροϊδέψουμε με τη σειρα μας, να τους πουλήσουμε αυτό το άχρηστο κωλόχαρτο για ένα παγούρι νερό.
Έρχονται κάθε βράδυ οι ναύτες μου, οι κωπηλάτες και οι μούτσοι μου, αποκαμωμένοι με γδαρσίματα στη μύτη τους και άσεμνοι και με ρωτάνε, πόσο ακόμα θα τριγυρίζουμε, για ποιον ταλαιπωρημένο θησαυρό έχουμε παρατήσει την αγαπημένη μας θάλασσα μόνη στο συζυγικό μας κρεβάτι να κλαίει κύμματα και να τα σκουπίζει πάνω σ'αυτή την ατέλειωτη αμμουδιά; Κλαίνε στον ώμο μου μεθυσμένοι οι ναύτες μου, κι εγώ τους λέω πως όλα θα πάνε καλά, γιατί έτσι πρέπει να τους λέω. Τους λέω ν'αφήσουν τις σειρήνες να τους κρατήσουν συντροφιά, μα κι αυτές με το που τελειώσει το κερί σιωπούν αμέσως μυστηριωδώς. Κι όλα τα φαντάσματα των βασιλικών στόλων που κατατροπώσαμε στις δόξες μας, μας την είχανε στημένη με το που ρίξαμε άγκυρα σ'αυτο το καταραμένο νησί, μας την πέσανε και τώρα πρέπει να τα κουβαλάμε παντού μαζί μας. Και φοβάμαι πως οι καμήλες θ'αγανακτίσουν και θα εξεγερθούν, γιατί ήδη μας τη φυλάνε που τις βαφτίζουμε με ονόματα δελφινιών.
Είμαστε κουρασμένοι. Όλοι είμαστε πολύ κουρασμένοι, όλοι γκρινιάζουμε σαν τυφλές αλογόμυγες, μα κανείς δεν τα παρατάει. Δεν έχει νόημα άλλωστε εδώ που φτάσαμε, ο ήλιος μας έχει αλλάξει ήδη το χρώμα της επιδερμίδας μας για πάντα, κι έτσι κι αλιώς το καράβι μας έμεινε απο μπαταρία κι απο ζάχαρη.
Θα συνεχίσουμε. Θα τυλίγουμε τις πειρατικές σημαίες μας γύρω απ'τα κεφάλια μας, γύρω απ'τα μυαλά μας, για να προστατευτούμε απ'τον ήλιο όσο γίνεται ακόμα, και θα συνεχίσουμε. Το βράδυ θ'αποκοιμιόμαστε πριν προλάβουμε να ελπίσουμε, και το πρωί θα ξεγελιόμαστε απο τις ξεκούραστες φωνές μας. Κι αν έρθουν να μας πουλήσουν πάλι κανέναν χάρτη για κανένα χαμένο θησαυρό, θα τον ανταλλάξουμε πάλι με όσο ρούμι μας έχει μείνει. Αλλά αυτή τη φορα θα κάνουμε καλύτερο παζάρι."
Παλεύω με το μυαλό μου να χωρέσω ένα σκύλο στη σκιά μιας καμήλας Μα αυτό το τραγούδι μοιάζει με καπνό ή ίσως και το ρυθμό μιας ανάσας Βγάζει έναν ήχο, σαν κάτι που ξυπνάει μέσα στη σπηλιά του Σαν να'ναι τα πλήκτρα του πιάνου απλωμένα πάνω σε στάχυα Κι αυτή η φωνή τραγουδάει σα να'χει στο λαιμό της αντί για λαρύγγι έναν ξεχαρβαλωμένο δείκτη ρολογιού να κρέμεται Υπνοβατώ πίσω απ'τις νότες λίγο πριν πέσουν μία μία στο γκρεμό Κι όταν ξαπλώνω οι δορυφόροι των πλανητών μου γδέρνουν την πλάτη Όσο να'ναι αποσυντονίζομαι