is touching yourself worth an eternity in hell?

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2010

Laissez les bon temps rouler

Λέω να σηκωθώ να φύγω. Να πιάσω γκόμενο έναν καινούριο τόπο και να τον αφήσω να με κακομεταχειριστεί και να με τρίψει καλά πάνω στις γωνίες του, γιατί ο νυν έχει επαναπαυτεί και ζαμπονιάζει σε (κωλο)κολώδεις δρόμους και διατέλλουσες οθόνες, κι εγώ τη θέλω τη σφαλιάρα μου.

Λέω να δώσω μια στην καρέκλα να φύγει κάτω απ'τα πόδια μου, μιας και είμαι ανήμπορη να σηκωθώ, να κάψω και τις πόρτες και τα παράθυρα για να τους στερήσω τις ευκαιρίες τους να φιλοξενούν αρχές και τελειώματα, και να σκαρφαλώσω να βγω απ'την καμινάδα που είναι και πιο κουλ να πούμε. Να'χω βάψει απο πριν και τα μάτια μου μόνο απο κάτω και να'χω χτενίσει τα μαλλιά μου όλα προς τα πάνω να μοιάζω με τρελαμένο παγόβουνο κι όχι με φάρο όπως τώρα, να σκοντάφτουν τα πλοία απάνω μου αντί να τα οδηγώ στην ασφάλεια μακριά μου. Και πριν ξεκινήσω να'χω φροντίσει ν'αδειάσω τις τσέπες μου να μην κουδουνίζω σα βλαμμένη όποτε περπατάω μπας και καταφέρω και περάσω μια φορά απαρατήρητη, γιατί είναι καλύτερα να σε ανακαλύπτουν τυχαία παρά να είσαι εντυπωσιακός.

Να φύγω κι εκεί που θα πάω να κάνω μια ενδιαφέρουσα γνωριμία μ'ένα σπίτι που να μη μου θυμίζει κανέναν, να του φορτωθώ απρόσκλητη και να το φτιάξω όπως πάντα ήθελα, άδειο χωρίς δωμάτια κι έπιπλα, να'χει μόνο μια κάμερα για διακοσμητικό μες στη μέση κι ένα ποδήλατο δεμένο στο καλοριφέρ. Πρέπει οπωσδήποτε να'χει καλοριφέρ ασχέτως καιρού, για το ποδήλατο όχι για μένα, κι όσο για τη θέα δε με νοιάζει καθόλου γιατί ξέρω οτι δεν θα κοιτάζω πια απέναντι, μόνο να'χει κι ένα μπακάλικο εκεί κοντά ν'αγοράζω τυρί και τετράδια. Α, ναι, και τσιγάρα, να κάθομαι κάτω απ'την κάμερα να καπνίζω και να τραγουδάω "I used to be mad - not crazy, just mad". Αν έχει και θάλασσα εκεί κοντά για να κατουράω θα'ναι ακόμα καλύτερα, κι αν όχι δεν πειράζει γιατι είμαι πολύ καλή στο να κρατιέμαι, κι άλλωστε γι'αυτο τα πίνουμε τα αλκοόλια, για ν'αδειάζουν τα μπουκάλια, νο;

Κι αν τα καταφέρω, θα σας δείξω εγώ, θα δείτε που εκεί θ'ανθίσω και θα βγάλω πρίζες και  μπαλαντέζες απ'το κεφάλι μου και λουλούδια σε σχήμα λάμπας απ'το στόμα μου και θα με στεφανώνουν αγκάθινοι γαλαξίες και θα τρέχει πετρέλαιο και λάβα απο τα νύχια μου και θα τροφοδοτώ όλο το σύμπαν κι όλοι θα μου χρωστάτε και θα μου ανήκετε και θα με κάνετε κι οικονομία απο πάνω. Μόνο να'ναι απο καλό μάρμαρο το πάτωμα γιατί ρίζες δεν θέλω ποτέ πια να ξαναβγάλω.

Κι ίσως τότε να μάθω απ'την αρχή να γράφω και να'ναι αυτό ένα τέλος που θα μπορώ να  καταλάβω.

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

Entry #7

Πως με τρομαζει
η τυχαιοτητα των πραγματων, η αναρχια των περιστασεων
κι αυτη η αδιαφορη βιασυνη με την οποια συνωστιζονται οι αλληλουχιες στην αιθουσα αναμονης
-σε τελειο κυκλο παρ'ολα αυτα-
και περιμενουν να τις καθησεις
σ'ενα ησυχο τραπεζι μακρια απ'τα πολλα ματια, με θεα στο τζακι κατα προτιμηση
κι αν αργησεις να διαλεξεις αυτες που θ'αφησουνε τα περισσοτερα tips
ποσο ανελεητα φευγουν.

Βλεπεις, απο απληστια μενεις φτωχος.

Ομως ρε συ, θα το ξαναπω,
αν δεν υπερασπιστω σθεναρα τις λαθος επιλογες μου μεχρι τελους,
πως θα ζησω μ'αυτες;
Νομιζεις περναει μερα που να μην αναρωτιεμαι τι θα γινοταν αν;

Τι πολυτελεια να μη μετανιωνεις για οσα δεν εκανες ποτε, ε;

Φταιει που πιστευα παντα
πως οι επιλογες πρεπει να'χουν επιλογη
και τις αφησα να επιλεξουν να μη μου χαριστουν.

Και σε περιπτωση που αναρωτιεσαι κι εσυ, αν η αληθεια ειναι
οπλο
καμμενο χαρτι
ή λευκη σημαια
... την αληθεια - την ξερω - και - την ξερεις
ειναι παντα αυτη που μας βολευει
και τωρα ντρεπομαι αυτη τη φωτια στο τζακι που καιει για κανεναν.

Και το μοτζο στο μπρελοκ μου δε λειτουργει πια
ή δεν το κουρδιζω απο φοβο μη διαλεξω παλι λαθος και σε ξεχασω.

Έτσι κι αλλιως δεν διαλεξα ποτε να σε θυμαμαι.
Δεν ειχα επιλογη.

Και ειναι τεραστια παραλειψη μου που μεσα σ'ολα αυτα δεν ανεφερα ποτε τη λεξη "ευκαιρια".

Τετάρτη 18 Αυγούστου 2010

Πόλειs ενaντίων Νησιών

Τα νησιά γέννησαν νέες ψυχές
που το σώμα μου ανόητα δέχτηκε να φιλοξενήσει
και βρέφη ακόμα, τις πέταξαν σε μια μεγάλη πόλη
πρωτεύουσα μονόφθαλμη βασίλισσα
ντυμένη μ’έναν ασπρόμαυρο ουρανό
και με τηλεοπτικές κεραίες για στέμμα
που με τη βοή της απο καμμένες εξατμίσεις
με κρατάει πάντα ρομαντικά δεμένη
μέσα στην ασφαλτοστρωμένη αγκαλιά της

Μα αυτή τη φορά όταν κρυφά γυρίσω
ακουμπώντας το αυτί μου πάνω στις λεωφόρους της
θαρρώ πως θ’ακούσω κάτι κύμματα
να στέλνουν μικρούς σεισμούς στην επιφάνειά μου
Κι όλες οι θαλασσινές ψυχές μου
θα τσακώνονται βουίζοντας
σαν πυγολαμπίδες σε έξαρση

Ωδή στoν κύριo Tενεkεδένιo

Kάποτε είχα πάει ένα ταξίδι. Πάνε κάποια χρόνια απο τότε, αρκετά για να μου φαίνεται σαν να ήταν σε άλλη ζωή μα όχι αρκετά για να ξεχάσω.

Ήταν ένα πρωί προς μεσημέρι, ήταν χειμώνας αλλά ο ήλιος είχε πάρει ρεπό απ’το ρεπό του κι έμοιαζε σα να ήταν καλοκαίρι. Μ’είχε ξυπνήσει ο Bowie, “ground control to Major Tom, take your protein pills and put your helmet on”, του είχα δώσει σημασία απο φόβο μήπως σταματήσει, είχα ακούσει μια φωνή να μου λέει να κατέβω, είχα μπει σ’ένα αμάξι, έτσι χωρίς προετοιμασία, χωρίς ειδοποίηση, χωρίς βαλίτσα, και ξαφνικά ταξίδευα. Τότε συνέβενε συχνά αυτό. Τώρα πια δεν συμβαίνει ποτέ αλλά είναι καλύτερα έτσι.

Πίσω μου ήταν η Αθήνα. Μπροστά μου ήταν η Λειβαδιά, η Θήβα, η Αράχωβα, οι Δελφοί, η Ιτέα, το Μεσολόγγι, η Πάτρα, τα Καλάβρυτα, κι ύστερα πάλι η Αθήνα, αλλά όλα αυτά αργούσαν ακόμη. Το ένα μου χέρι χόρευε έξω απ’το παράθυρο με τον αέρα για καβαλιέρο, το άλλο μου χέρι βούταγε σε μια σακούλα πατατάκια κι έβγαινε πάντα με καλή ψαριά. Δίπλα μου ήταν εκείνος, αυτός του οποίου το όνομα δεν αναφέρουμε ποτέ, και μου χαμογελούσε θυμάμαι, και θυμάμαι οτι μου έλειπε εκείνη τη στιγμή όσο ποτέ και πόσο τον σιχαινόμουν απο τότε κιόλας που μου έλειπε τόσο ενώ ήταν εκεί. Θυμάμαι πολλά πράγματα. Θυμάμαι οτι φορούσα ακόμα τη μαύρη μου φόρμα του ύπνου και θυμάμαι οτι φορούσα κόκκινο εσώρουχο. Θυμάμαι ακριβώς πως έπιαναν τα δάχτυλά του το τιμόνι και πως με άφηνε μερικές φορές και ξάπλωνα στα πόδια του παρόλο που δεν μπορούσε ν’αλλάξει εύκολα τις ταχύτητες. Θυμάμαι πως τον μισούσα που με άφηνε. Το μόνο που δεν θυμάμαι είναι που ακριβώς ήταν που είδα τον κύριο Τενεκεδένιο.

Ούρλιαξα ΣΤΑΜΑΤΑ κι εκείνος για μία και μοναδική φορά με άκουσε. Οι ρόδες του Fiat κοκκάλωσαν και έβγαλαν έναν αγριεμένο ήχο καθώς έκαναν όπισθεν.

Ο κύριος Τενεκεδένιος στεκόταν περήφανα αλλά και λίγο θλιμμένα στην άκρη του δρόμου έξω απο ένα κτίριο που πρέπει να ήταν κάτι σαν συνεργείο, βουλκανιζατέρ ορ σαμθινγκ. Έμοιαζε σαν να θέλει να διασχίσει το δρόμο, ή ακόμα πιο ευφάνταστα, σαν να κάνει ωτοστόπ, λες και είχε δραπετεύσει απο κάποια μαγική χώρα και έκανε ωτοστόπ για να ξεφύγει, ή ακόμα καλύτερα, ήταν σαν να είχαμε εισβάλλει εμείς στον παραμυθένιο του κόσμο. Ένα κατασκεύασμα απο σίδερο, εξατμίσεις και διάφορα άλλα εξαρτήματα αυτοκινήτου που σχημάτιζαν ένα παράξενο μεταλλικό ανθρωπόμορφο γλυπτό, κατιτίς ψηλότερο από δύο μέτρα. Βγήκα απ’το αμάξι αλλά φοβήθηκα να τον πλησιάσω. Δεν ξέρω γιατί, ίσως φοβήθηκα οτι αν τον πλησίαζα θα τον έπαιρνα αγκαλιά. Χαζά παιδιάστικα πράματα, αλλά να, έτσι όπως στεκόταν με μια σειρά από ψηλά χόρτα να αγκαλιάζουν τα σιδερένια του πόδια, έμοιαζε μόνος και εγκαταλελλειμένος. Έμοιαζε να φοβάται, όπως στο παραμύθι, ότι η καρδιά του είναι απο μέταλλο και δεν θα ζεσταθεί ποτέ από αισθήματα. Αλλά εγώ, εγώ τότε, πως να το εξηγήσω χωρίς να φανώ σαχλή, τότε εγώ ακόμα πίστευα, είχα ακόμα παραμύθια κι ήθελα να του τα πω για να καταλάβει οτι δεν είναι έτσι. Με είχε κάνει σε αυτά τα ελάχιστα λεπτά της γνωριμίας μας να τον αγαπήσω παράφορα, και κανένα πλάσμα χωρίς καρδιά δεν θα μπορούσε ποτέ να το καταφέρει αυτό.

Χαζά, παιδιάστικα πράματα.

Τον έβγαλα φωτογραφία. Μία φωτογραφία έβγαλα σ’όλο εκείνο το ταξίδι, κι ήταν ο κύριος Τενεκεδένιος. Ούτε τον γκρεμό στους Δελφούς, ούτε την ερημωμένη παραλία στην Ιτέα, ούτε την πορτοκαλί πανσέληνο στο Μεσολόγγι, ούτε καν το σπίτι που διάλεξα μέσα στη λίμνη, ούτε το κλεμμένο μπουκάλι ουίσκι στην Πάτρα, ούτε τον κήπο με τα μανταρίνια, ούτε καν εκείνον του οποίου το όνομα δεν αναφέρουμε ποτέ, ούτε το σκίτσο που μου έφτιαξε στα Καλάβρυτα. Μόνο τον κύριο Τενεκεδένιο έχω απο εκείνο το ταξίδι, μόνο αυτός μου έμεινε. Του’χα πει και αντίο θυμάμαι. Του’χα πει πως κάποτε θα ξανασυναντηθούμε.

Όλα αυτά τα χρόνια έψαχνα πληροφορίες για τον κύριο Τενεκεδένιο. Ένα βράδυ που γυρνούσα απ’τον Παρνασσό σ’ένα αμάξι με δυο σχεδόν άγνωστους συνεπιβάτες, ρώτησα γι’αυτόν και κάποιος μου είπε πως ο τύπος που είχε το συνεργείο, κάποιος μηχανικός με υπερβολική φαντασία και έλλειψη ενδιαφερόντων, είχε φτιάξει τον κύριο Τενεκεδένιο για να στολίσει την αυλή του συνεργείου με τ’απομεινάρια των μηχανών κι ύστερα του άρεσε τόσο πολύ που παράτησε το βουλκανιζατέρ κι έγινε καλλιτέχνης και είχε έκθεση με τα έργα του κάπου στον Ωροπό. Σουρεάλ ιστορία, ταίριαζε στον Τενεκεδένιο μου, αλλά προτιμούσα την άλλη εκδοχή που ήταν πιο ρομαντική και ηλίθια. Ένα άλλο βράδυ γνώρισα καθώς δούλευα έναν νταλικέρη που άκουγε φανατικά Muse και μου είπε πως ένας έφηβος είχε χαθεί και πεθάνει σ’ένα δάσος έξω απ’τη Λειβαδιά κι ο εν λόγω μηχανικός είχε κατασκευάσει τον Τενεκεδένιο προς τιμήν του. Διασκέδαζα πολύ με αυτές τις ιστορίες αλλά τελοσπάντων δεν ξέρω και δεν με νοιάζει. Ο κύριος Τενεκεδένιος ήταν ο φύλακας του δικού μου ταξιδιού, αυτό μου φτάνει.

Πριν κάποιες μέρες έκανα σχεδόν την ίδια διαδρομή για πρώτη φορά μετά απο τότε. Σ’όλο το δρόμο έψαχνα τον κύριο Τενεκεδένιο. Νύσταζα κι ήθελα να κοιμηθώ, τα ταξίδια με αμάξι με νανουρίζουν, αλλά έμεινα ξύπνια κι έψαχνα, σ’όλο το δρόμο έψαχνα.

Λοιπόν ο κύριος Τενεκεδένιος δεν είναι πια εκεί. Δεν ξέρω που είναι κι αν δεν είχα εκείνη τη φωτογραφία θα είχα πια σιγουρευτεί οτι δεν υπήρξε ποτέ. Πάντως δεν υπάρχει πια, κι ίσως είναι καλύτερα έτσι. Αν τον είχα συναντήσει θα έπρεπε να συζητήσω μαζί του, θα έπρεπε να του λογοδοτήσω, και πως θα το έκανα αυτό; Πως θα του εξηγούσα οτι δεν πιστεύω πια σ’αυτόν, πως θα του απολογούμουν για τη μοναχική κυνική φύση μου; Πως θα τον αντίκρυζα; Θα με ρωτούσε και για εκείνον του οποίου το όνομα δεν αναφέρουμε ποτέ, και δεν θα’χα τι να του πω γιατί δεν μιλάω σχεδόν ποτέ γι’αυτόν.

Είναι η μοίρα του συμβόλου μιας εποχής να πεθαίνει με το τέλος της, νο;



Μόνο που, ξέρετε κάτι;
Εγώ έχω ακόμα παραμύθια.
Κι ας μην το παραδέχομαι εύκολα.



Κυριακή 1 Αυγούστου 2010

Blush

Ήθελα να βάλω γράμματα στη σειρά να φτιάξω λέξεις να πω κάτι σημαντικό κι αντί γι'αυτό έβαλα εικόνες στη σειρά γιατί έχουν περισσότερη ευφράδεια.