Kάποτε είχα πάει ένα ταξίδι. Πάνε κάποια χρόνια απο τότε, αρκετά για να μου φαίνεται σαν να ήταν σε άλλη ζωή μα όχι αρκετά για να ξεχάσω.
Ήταν ένα πρωί προς μεσημέρι, ήταν χειμώνας αλλά ο ήλιος είχε πάρει ρεπό απ’το ρεπό του κι έμοιαζε σα να ήταν καλοκαίρι. Μ’είχε ξυπνήσει ο Bowie, “ground control to Major Tom, take your protein pills and put your helmet on”, του είχα δώσει σημασία απο φόβο μήπως σταματήσει, είχα ακούσει μια φωνή να μου λέει να κατέβω, είχα μπει σ’ένα αμάξι, έτσι χωρίς προετοιμασία, χωρίς ειδοποίηση, χωρίς βαλίτσα, και ξαφνικά ταξίδευα. Τότε συνέβενε συχνά αυτό. Τώρα πια δεν συμβαίνει ποτέ αλλά είναι καλύτερα έτσι.
Πίσω μου ήταν η Αθήνα. Μπροστά μου ήταν η Λειβαδιά, η Θήβα, η Αράχωβα, οι Δελφοί, η Ιτέα, το Μεσολόγγι, η Πάτρα, τα Καλάβρυτα, κι ύστερα πάλι η Αθήνα, αλλά όλα αυτά αργούσαν ακόμη. Το ένα μου χέρι χόρευε έξω απ’το παράθυρο με τον αέρα για καβαλιέρο, το άλλο μου χέρι βούταγε σε μια σακούλα πατατάκια κι έβγαινε πάντα με καλή ψαριά. Δίπλα μου ήταν εκείνος, αυτός του οποίου το όνομα δεν αναφέρουμε ποτέ, και μου χαμογελούσε θυμάμαι, και θυμάμαι οτι μου έλειπε εκείνη τη στιγμή όσο ποτέ και πόσο τον σιχαινόμουν απο τότε κιόλας που μου έλειπε τόσο ενώ ήταν εκεί. Θυμάμαι πολλά πράγματα. Θυμάμαι οτι φορούσα ακόμα τη μαύρη μου φόρμα του ύπνου και θυμάμαι οτι φορούσα κόκκινο εσώρουχο. Θυμάμαι ακριβώς πως έπιαναν τα δάχτυλά του το τιμόνι και πως με άφηνε μερικές φορές και ξάπλωνα στα πόδια του παρόλο που δεν μπορούσε ν’αλλάξει εύκολα τις ταχύτητες. Θυμάμαι πως τον μισούσα που με άφηνε. Το μόνο που δεν θυμάμαι είναι που ακριβώς ήταν που είδα τον κύριο Τενεκεδένιο.
Ούρλιαξα ΣΤΑΜΑΤΑ κι εκείνος για μία και μοναδική φορά με άκουσε. Οι ρόδες του Fiat κοκκάλωσαν και έβγαλαν έναν αγριεμένο ήχο καθώς έκαναν όπισθεν.
Ο κύριος Τενεκεδένιος στεκόταν περήφανα αλλά και λίγο θλιμμένα στην άκρη του δρόμου έξω απο ένα κτίριο που πρέπει να ήταν κάτι σαν συνεργείο, βουλκανιζατέρ ορ σαμθινγκ. Έμοιαζε σαν να θέλει να διασχίσει το δρόμο, ή ακόμα πιο ευφάνταστα, σαν να κάνει ωτοστόπ, λες και είχε δραπετεύσει απο κάποια μαγική χώρα και έκανε ωτοστόπ για να ξεφύγει, ή ακόμα καλύτερα, ήταν σαν να είχαμε εισβάλλει εμείς στον παραμυθένιο του κόσμο. Ένα κατασκεύασμα απο σίδερο, εξατμίσεις και διάφορα άλλα εξαρτήματα αυτοκινήτου που σχημάτιζαν ένα παράξενο μεταλλικό ανθρωπόμορφο γλυπτό, κατιτίς ψηλότερο από δύο μέτρα. Βγήκα απ’το αμάξι αλλά φοβήθηκα να τον πλησιάσω. Δεν ξέρω γιατί, ίσως φοβήθηκα οτι αν τον πλησίαζα θα τον έπαιρνα αγκαλιά. Χαζά παιδιάστικα πράματα, αλλά να, έτσι όπως στεκόταν με μια σειρά από ψηλά χόρτα να αγκαλιάζουν τα σιδερένια του πόδια, έμοιαζε μόνος και εγκαταλελλειμένος. Έμοιαζε να φοβάται, όπως στο παραμύθι, ότι η καρδιά του είναι απο μέταλλο και δεν θα ζεσταθεί ποτέ από αισθήματα. Αλλά εγώ, εγώ τότε, πως να το εξηγήσω χωρίς να φανώ σαχλή, τότε εγώ ακόμα πίστευα, είχα ακόμα παραμύθια κι ήθελα να του τα πω για να καταλάβει οτι δεν είναι έτσι. Με είχε κάνει σε αυτά τα ελάχιστα λεπτά της γνωριμίας μας να τον αγαπήσω παράφορα, και κανένα πλάσμα χωρίς καρδιά δεν θα μπορούσε ποτέ να το καταφέρει αυτό.
Χαζά, παιδιάστικα πράματα.
Τον έβγαλα φωτογραφία. Μία φωτογραφία έβγαλα σ’όλο εκείνο το ταξίδι, κι ήταν ο κύριος Τενεκεδένιος. Ούτε τον γκρεμό στους Δελφούς, ούτε την ερημωμένη παραλία στην Ιτέα, ούτε την πορτοκαλί πανσέληνο στο Μεσολόγγι, ούτε καν το σπίτι που διάλεξα μέσα στη λίμνη, ούτε το κλεμμένο μπουκάλι ουίσκι στην Πάτρα, ούτε τον κήπο με τα μανταρίνια, ούτε καν εκείνον του οποίου το όνομα δεν αναφέρουμε ποτέ, ούτε το σκίτσο που μου έφτιαξε στα Καλάβρυτα. Μόνο τον κύριο Τενεκεδένιο έχω απο εκείνο το ταξίδι, μόνο αυτός μου έμεινε. Του’χα πει και αντίο θυμάμαι. Του’χα πει πως κάποτε θα ξανασυναντηθούμε.
Όλα αυτά τα χρόνια έψαχνα πληροφορίες για τον κύριο Τενεκεδένιο. Ένα βράδυ που γυρνούσα απ’τον Παρνασσό σ’ένα αμάξι με δυο σχεδόν άγνωστους συνεπιβάτες, ρώτησα γι’αυτόν και κάποιος μου είπε πως ο τύπος που είχε το συνεργείο, κάποιος μηχανικός με υπερβολική φαντασία και έλλειψη ενδιαφερόντων, είχε φτιάξει τον κύριο Τενεκεδένιο για να στολίσει την αυλή του συνεργείου με τ’απομεινάρια των μηχανών κι ύστερα του άρεσε τόσο πολύ που παράτησε το βουλκανιζατέρ κι έγινε καλλιτέχνης και είχε έκθεση με τα έργα του κάπου στον Ωροπό. Σουρεάλ ιστορία, ταίριαζε στον Τενεκεδένιο μου, αλλά προτιμούσα την άλλη εκδοχή που ήταν πιο ρομαντική και ηλίθια. Ένα άλλο βράδυ γνώρισα καθώς δούλευα έναν νταλικέρη που άκουγε φανατικά Muse και μου είπε πως ένας έφηβος είχε χαθεί και πεθάνει σ’ένα δάσος έξω απ’τη Λειβαδιά κι ο εν λόγω μηχανικός είχε κατασκευάσει τον Τενεκεδένιο προς τιμήν του. Διασκέδαζα πολύ με αυτές τις ιστορίες αλλά τελοσπάντων δεν ξέρω και δεν με νοιάζει. Ο κύριος Τενεκεδένιος ήταν ο φύλακας του δικού μου ταξιδιού, αυτό μου φτάνει.
Πριν κάποιες μέρες έκανα σχεδόν την ίδια διαδρομή για πρώτη φορά μετά απο τότε. Σ’όλο το δρόμο έψαχνα τον κύριο Τενεκεδένιο. Νύσταζα κι ήθελα να κοιμηθώ, τα ταξίδια με αμάξι με νανουρίζουν, αλλά έμεινα ξύπνια κι έψαχνα, σ’όλο το δρόμο έψαχνα.
Λοιπόν ο κύριος Τενεκεδένιος δεν είναι πια εκεί. Δεν ξέρω που είναι κι αν δεν είχα εκείνη τη φωτογραφία θα είχα πια σιγουρευτεί οτι δεν υπήρξε ποτέ. Πάντως δεν υπάρχει πια, κι ίσως είναι καλύτερα έτσι. Αν τον είχα συναντήσει θα έπρεπε να συζητήσω μαζί του, θα έπρεπε να του λογοδοτήσω, και πως θα το έκανα αυτό; Πως θα του εξηγούσα οτι δεν πιστεύω πια σ’αυτόν, πως θα του απολογούμουν για τη μοναχική κυνική φύση μου; Πως θα τον αντίκρυζα; Θα με ρωτούσε και για εκείνον του οποίου το όνομα δεν αναφέρουμε ποτέ, και δεν θα’χα τι να του πω γιατί δεν μιλάω σχεδόν ποτέ γι’αυτόν.
Είναι η μοίρα του συμβόλου μιας εποχής να πεθαίνει με το τέλος της, νο;
Μόνο που, ξέρετε κάτι;
Εγώ έχω ακόμα παραμύθια.
Κι ας μην το παραδέχομαι εύκολα.
Βρε μπας και είναι στην έκθεση ο κύριος τενεκεδένιος και ζει ζωή χαρισάμενη;
ΑπάντησηΔιαγραφήκαθυστερα παιδι μου, κατα πρωτον τι γυρευεις εσυ σε τετοια ζοφερα καταθλιπτικα μερη; σε πειραξε η ολλανδια;
ΑπάντησηΔιαγραφήκατα δευτερον, ρε λες;;; ξερεις το προβλημα ειναι οτι δεν οδηγαω και δεν μπορω να παω να το διαπιστωσω. θα πρεπει να εξαρτηθω απ'την καλοσυνη των ξενων, και ξερεις τι ελεγε η αλκοολικη πρωταγωνιστρια στο "λεωφορειο ο ποθος" ε;
"Κι εγώ πάντα εξαρτόμουν απο την καλοσύνη των ξένων"
γιατι ειμαι τετοια.
αν το μαθω ποτε παντως (που θα το μαθω) θα σας ενημερωσω παραυτα.
Ναι ήταν τόσο χάλια μωρέ και μελαγχόλησα. Θα μου πεις άλλοι θα με ζηλεύαν... Αλλά τέλος πάντων θα το ξεπεράσω και θα συνεχίσω την μίζερη ζωή μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι βάλε αγγελία στα νέα του Ωρωπού με την φωτό με σημείωση από κάτω ότι είναι παλιά και μπορεί να έχει αλλάξει, να έχει αφήσει μούσι, να έχει αλλάξει φύλο κτλ. Επίσης μπορείς να πας κάπου να την επεξεργαστούνε για το πως θα είναι σήμερα.
(και έτσι φτάνουμε στο λόγο που δεν αφήνω σχόλια σε σοβαρά μπλογκ)
εμενα απ'ολα αυτα που εγραψες πιο πολυ με προβληματισε το αν θα εχει ο ωροπος εφημεριδα.
ΑπάντησηΔιαγραφήκι αυτο απο μονο του δειχνει τη μη σοβαροτητα μου.
Δε τον φόρτωνες τότε που τον πρωτοείδες πάνω σε καμιά ρυμούλκα να ήσουνα κομπλέ;
ΑπάντησηΔιαγραφήΘυσιάζοντας το παραμύθι ίσως, αλλά έτσι που τον κόβω απ' τη φωτό, κάνει από αποστακτήριο μέχρι μπουρί σόμπας μέχρι κρυψώνα για γκαφρά κατοχή-φάση
εγω να τον φορτωνα, το αμαξι διεθετε και σχαρα, αλλα πουθενες θα τον εβαζα; 2 μετρα σε λεω, δε χωραγε σπιτι. ειχα και μικρο σπιτι τοτε, ισα που χωραγα η ιδια...
ΑπάντησηΔιαγραφήπολυ θα γουσταρα ομως...